Перевод: с греческого на русский

с русского на греческий

προβαίνει

  • 1 προβαινω

        (fut. προβήσομαι - см. тж. 9; aor. 2 προέβην - стяж. προὔβην, pf. προβέβηκα)
        1) идти вперед, передвигаться, шествовать
        

    (κραιπνὰ ποσί Hom.; ὁδόν τινα Eur.)

        2) выдвигать, выставлять
        οὐκ ἂν προβαίην τὸν πόδα τὸν ἕτερον Arph. — я и одной ногой не шевельну, т.е. не сделаю ни шагу

        3) выступать, выходить
        4) продвигаться вперед
        

    ἄστρα προβέβηκε Hom. — звезды передвинулись, т.е. часть ночи уже прошла;

        προβαίνοντος τοῦ ἔργου Her. — по мере того, как работа продвигалась вперед;
        οἱ προβεβηκότες (τῇ ἡλικίᾳ) Lys., Plut., Luc. и ἐν ταῖς ἡμέραις NT. — люди пожилого возраста, старики;
        π. ἐς τὸ πρόσω τοῦ λόγου Her.продолжать рассказ

        5) уходить
        

    (ἥ νὺξ προβαίνει Xen.)

        6) доходить, достигать
        

    (ἐπ΄ ἔσχατον θράσους Soph.)

        εἰς τοῦτο προβέβηκε νῦν (impers.), ὥστ΄ οὐδ΄ ἄν ποτε γενέσθαι δοκεῖ Plat. — дело дошло теперь до того, что это считается невозможным;
        ἐπὴ τὸ χεῖρον προβαίνει τὰ πράγματα Polyb.дела идут все хуже и хуже

        7) опередить, превзойти
        δυνάμει π. τινός Hes.превзойти могуществом что-л., т.е. иметь власть над чем-л.

        8) переступать, переходить
        

    (τέρμα Pind.)

        9) (только fut. προβήσω) двигать вперед, продвигать
        

    (τινά Pind.)

    Древнегреческо-русский словарь > προβαινω

  • 2 προβαίνω

    (αόρ. προέβην) αμετ.
    1) идти, шагать впереди; 2) идти вперёд, идти дальше; 3) появляться, начинаться раньше;

    την άνοιξιν η ημέρα ολοέν προβαίνει — весной день начинается всё раньше и раньше;

    4) проходить, протекать (о времени);
    5):

    προβαίνω είς... — а) приступать к...; — начинать (что-л.);

    προβαίνω εις το εργον — приступать к делу; — б) делать, проводить (что-л.);

    6) (с некоторыми сущ. переводится в зависимости от значения этих сущ.):

    προβαίνω εις αποφάσεις — принимать решения;

    η αστυνομία προέβη εις συλλήψεις полиция произвела аресты;
    ο υπουργός θα προβή εις δηλώσεις министр выступит с заявлением;

    προβαίνω προβεβηκυία ηλικία — преклонный возраст

    Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό > προβαίνω

См. также в других словарях:

  • προβαίνει — προβαίνω step forward pres ind mp 2nd sg προβαίνω step forward pres ind act 3rd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • προβαίνω — ΝΜΑ 1. βαδίζω προς τα εμπρός, προχωρώ («προβαίνει εὐθέσι τοῑς σκέλεσι», Αριστοτ.) 2. (για τον χρόνο) παρέρχομαι 3. (το αρσ. πληθ. μτχ. παρακμ. ως ουσ.) οι προβεβηκότες άνθρωποι προχωρημένης ηλικίας, ηλικιωμένοι νεοελλ. 1. (με την πρόθεση σε)… …   Dictionary of Greek

  • δημοπρασία — Ορισμένος τρόπος διαπραγμάτευσης και σύναψης συμβάσεων, κατά παρέκκλιση από τις συνηθισμένες συναλλακτικές διαδικασίες, με σκοπό να εξασφαλιστούν καλύτεροι όροι δημοσιότητας, πιο εύλογο τίμημα ή αρτιότερη κατασκευή έργου. H δ. ονομάζεται… …   Dictionary of Greek

  • Άρειος πάγος — I Χαμηλός (115 μ.) πετρώδης λόφος της Αθήνας, ΒΔ της Ακρόπολης, που έχει συνδεθεί με τις πανάρχαιες παραδόσεις του τόπου. Πάγος σημαίνει πετρώδης βράχος· για τη σημασία του Άρειος υπάρχουν πολλές απόψεις: μία τον συνδέει με τον Άρη, άλλη, και η… …   Dictionary of Greek

  • απαλλοτρίωση — Όρος που στη νομική γλώσσα δηλώνει τη μεταβίβαση του δικαιώματος ιδιοκτησίας ενός ορισμένου αγαθού από ένα υποκείμενο δικαίου σε άλλο. Οι πράξεις που μεσολαβούν για να γίνει αυτή η μεταβίβαση ονομάζονται πράξεις α. Η α. μπορεί να γίνει με επαχθή… …   Dictionary of Greek

  • αυτοσεβασμός — ο το να σέβεται κανείς τον εαυτό του, να μην προβαίνει σε λόγια και πράξεις ανάρμοστες. [ΕΤΥΜΟΛ. < αυτο + σεβασμός. Απόδοση στα Ελληνικά ξενικού όρου (πρβλ. selfrespect). Η λ. μαρτυρείται από το 1887 στην εφημερίδα Ακρόπολις] …   Dictionary of Greek

  • δίκη — Με τον όρο δ. υποδηλώνεται το σύνολο των πράξεων οι οποίες αποτελούν την ιδιαίτερη εκείνη νομική σχέση που ονομάζεται δικονομική σχέση και αναπτύσσεται μεταξύ των ενδιαφερομένων μερών και των δικαστικών οργάνων του κράτους προς τον σκοπό της… …   Dictionary of Greek

  • δίωξη — Η διενέργεια ανακριτικών πράξεων εναντίον ενός προσώπου. Στη νομική έννοια της δ., διακρίνουμε την ποινική και την πειθαρχική. ποινική δ.Αφορά τους δράστες των παραβάσεων των ποινικών νόμων. Ασκείται στο όνομα της πολιτείας από τον εισαγγελέα των …   Dictionary of Greek

  • δικαιοπραξία — Κάθε εκδήλωση της ιδιωτικής βούλησης για την επίτευξη ενός σκοπού, o οποίος προστατεύεται από το δίκαιο. Η δ. διακρίνεται από τη νομική πράξη επειδή σε αυτή λαμβάνεται υπόψη όχι μόνο η θέληση για την πράξη αλλά και η επιδίωξη του πρακτικού σκοπού …   Dictionary of Greek

  • επιχείρηση — Η οργανωμένη οικονομική δραστηριότητα που είναι προσανατολισμένη στην παραγωγή αγαθών και υπηρεσιών για την αγορά. Η ύπαρξη των ε. είναι χαρακτηριστικό των ανεπτυγμένων οικονομικών συστημάτων, στα οποία η παραγωγική δραστηριότητα δεν αποσκοπεί… …   Dictionary of Greek

  • ευδαιμονισμός — Φιλοσοφική θεωρία η οποία παρουσιάζει ως σκοπό της ηθικής δράσης του ανθρώπου την επίτευξη της ευτυχίας. Ο ε. –αντίθετα από τον ηδονισμό με τον οποίο συχνά συγχέεται– αναφέρεται στην αναζήτηση της ευδαιμονίας με τη βοήθεια, σε μεγάλη κλίμακα,… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»