-
1 προβὰς
Ελληνικά-Ρωσικά λεξικό στα κείμενα της Καινής Διαθήκης (Греческо-русский словарь к текстам Нового Завета) > προβὰς
-
2 προβαινω
(fut. προβήσομαι - см. тж. 9; aor. 2 προέβην - стяж. προὔβην, pf. προβέβηκα)1) идти вперед, передвигаться, шествовать(κραιπνὰ ποσί Hom.; ὁδόν τινα Eur.)
2) выдвигать, выставлять(προβὰς κῶλον δεξιόν Eur.)
οὐκ ἂν προβαίην τὸν πόδα τὸν ἕτερον Arph. — я и одной ногой не шевельну, т.е. не сделаю ни шагу3) выступать, выходить(ἐξ Κορίνθου Luc.)
4) продвигаться впередἄστρα προβέβηκε Hom. — звезды передвинулись, т.е. часть ночи уже прошла;
προβαίνοντος τοῦ ἔργου Her. — по мере того, как работа продвигалась вперед;οἱ προβεβηκότες (τῇ ἡλικίᾳ) Lys., Plut., Luc. и ἐν ταῖς ἡμέραις NT. — люди пожилого возраста, старики;π. ἐς τὸ πρόσω τοῦ λόγου Her. — продолжать рассказ5) уходить(ἥ νὺξ προβαίνει Xen.)
6) доходить, достигать(ἐπ΄ ἔσχατον θράσους Soph.)
εἰς τοῦτο προβέβηκε νῦν (impers.), ὥστ΄ οὐδ΄ ἄν ποτε γενέσθαι δοκεῖ Plat. — дело дошло теперь до того, что это считается невозможным;ἐπὴ τὸ χεῖρον προβαίνει τὰ πράγματα Polyb. — дела идут все хуже и хуже7) опередить, превзойти8) переступать, переходить(τέρμα Pind.)
9) (только fut. προβήσω) двигать вперед, продвигать(τινά Pind.)
См. также в других словарях:
προβάς — προβά̱ς , προβαίνω step forward aor part act masc nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πρόβας — προβαίνω step forward aor ind act 2nd sg (epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Matthew 4:21 — Call of the Sons of Zebedee by Marco Basaiti, 1510 Matthew 4:21 is the twenty first verse of the fourth chapter of the Gospel of Matthew in the New Testament. Jesus has just recruited Simon Peter and Andrew as disciples. in this verse he… … Wikipedia
Διονύσια — Κύκλος γιορτών που τελούνταν στην Αττική κατά την αρχαιότητα προς τιμήν του θεού Διονύσου. Οι γιορτές αυτές ήταν τα Κατ’ αγρούς Δ., τα ΑνθεστήριαΛήναια και τα ΜεγάλαΚατ’ άστυ Δ. Τα Κατ’ αγρούς Δ. γιορτάζονταν σε όλους τους δήμους της Αττικής τον… … Dictionary of Greek
καταρτίζω — (AM καταρτίζω) παρασκευάζω κάποιον δίνοντάς του τα αναγκαία εφόδια και ιδίως γνώσεις σε ορισμένο κλάδο, εκπαιδεύω, εξασκώ («τόν κατάρτισε στα μαθηματικά») νεοελλ. ολοκληρώνω κάτι ώστε να είναι πλήρες, συγκροτώ σε ένα οργανικό σύνολο, οργανώνω (α … Dictionary of Greek
κινηματογράφος — Μέσο έκφρασης και παρουσίασης, το οποίο χρησιμοποιεί την τεχνική της αποτύπωσης ακίνητων εικόνων σε φιλμ και της προβολής τους σε οθόνη, μέσω τεχνικών διαδικασιών, οι οποίες δημιουργούν την ψευδαίσθηση της κίνησης. Τα κύριαφαινόμενα που συντελούν … Dictionary of Greek