-
1 προαν
См. также в других словарях:
πρόαν — Α επίρρ. βλ. πρώην … Dictionary of Greek
πρόαν — πρόᾱν , προεξέδρα chair of state fem acc sg (doric ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πρώην — ΝΜΑ, και πρῴην και δωρ. τ. πρώαν και πρᾱν και συνηρ. τ. πρῶν ή πρῷν και πρόαν Α επίρρ. νεοελλ. 1. άλλοτε 2. τέως («ο πρώην δήμαρχος») μσν. φρ. «ἐκ πρώην» από παλιά μσν. αρχ. προχθές («χθές τε καὶ πρώην», Αριστοφ.) αρχ. 1. μόλις πριν από λίγο,… … Dictionary of Greek
ՅԱՌԱՋԱԴԻՄՈՒԹԻՒՆ — ( ) NBH 2 0333 Chronological Sequence: Unknown date, Early classical, 5c, 6c, 7c, 8c, 12c գ. προκοπή profectus, progressus τὸ πρόσον, πρόαν, ἑπίδοσις incrementum. Յառաջադէմն գոլ. զարգացումն. յառաջատութիւն. աճումն. առաւելութիւն. *Զի քո… … հայերեն բառարան (Armenian dictionary)