-
1 προ-ανᾱλίσκω
προ-ανᾱλίσκω (s. ἀναλίσκω), vorher aufwenden, verthun; προαναλώσειν, Thuc. 1, 141; προαναλωϑῆναι, 7, 81; Lys. 19, 57; Aeschin. 1, 41; vorschießen, die Kosten auslegen, προαναλωσάσης τῆς γυναικός, Dem. 41, 11; προαναλῶσαι, Ath. XIII, 584 c. Vgl. προςαναλίσκω.
См. также в других словарях:
προαναλῶσαι — προανᾱλῶσαι , προαναλίσκω use up aor inf act … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)