-
1 προάστειος
προ-άστειος, ον,Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > προάστειος
-
2 προάστειος
-
3 προαστείους
προάστειοςsuburban: masc /fem acc pl -
4 προάστειοι
προάστειοςsuburban: masc /fem nom /voc pl -
5 προάστειον
προάστειονneut nom /voc /acc sgπροάστειοςsuburban: masc /fem acc sgπροάστειοςsuburban: neut nom /voc /acc sg -
6 προ-άστιος
προ-άστιος, seltenere Form für προάστειος; auch das fem. προαστία wird aus Soph. frg. 647 citirt.
-
7 προαστείοις
προάστειονneut dat plπροάστειοςsuburban: masc /fem /neut dat pl -
8 προαστείοισι
προάστειονneut dat pl (epic ionic aeolic)προάστειοςsuburban: masc /fem /neut dat pl (epic ionic aeolic) -
9 προαστείου
προάστειονneut gen sgπροάστειοςsuburban: masc /fem /neut gen sg -
10 προαστείω
-
11 προαστείῳ
-
12 προαστείωι
προαστείῳ, προάστειονneut dat sgπροαστείῳ, προάστειοςsuburban: masc /fem /neut dat sg -
13 προαστείων
προάστειονneut gen plπροάστειοςsuburban: masc /fem /neut gen pl -
14 προάστεια
προάστειονneut nom /voc /acc plπροάστειοςsuburban: neut nom /voc /acc pl
См. также в других словарях:
προάστειος — ον, Α βλ. προάστιος … Dictionary of Greek
προαστείους — προάστειος suburban masc/fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προάστειοι — προάστειος suburban masc/fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προάστειον — neut nom/voc/acc sg προάστειος suburban masc/fem acc sg προάστειος suburban neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προάστιος — ία, ον και προάστειος, ον, Α αυτός που βρίσκεται πριν από την πόλη. [ΕΤΥΜΟΛ. < προ * + ἄστιος (< ἄστυ «πόλη»)] … Dictionary of Greek
προαστείοις — προάστειον neut dat pl προάστειος suburban masc/fem/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προαστείοισι — προάστειον neut dat pl (epic ionic aeolic) προάστειος suburban masc/fem/neut dat pl (epic ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προαστείου — προάστειον neut gen sg προάστειος suburban masc/fem/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προαστείωι — προαστείῳ , προάστειον neut dat sg προαστείῳ , προάστειος suburban masc/fem/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προαστείων — προάστειον neut gen pl προάστειος suburban masc/fem/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προαστείῳ — προάστειον neut dat sg προάστειος suburban masc/fem/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)