-
21 πριστοῖς
-
22 πριστοίσι
-
23 πριστοῖσι
-
24 πριστού
-
25 πριστοῦ
-
26 διάπριστος
διά-πριστος, ον,Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > διάπριστος
-
27 δύσπριστος
δύσ-πριστος, ον,Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > δύσπριστος
-
28 κατάπριστος
κατά-πριστος, ον,Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > κατάπριστος
-
29 νεόπριστος
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > νεόπριστος
-
30 νεόπριστος
νεό-πριστος ( πρίω): fresh - sawn, Od. 8.404†A Homeric dictionary (Greek-English) (Ελληνικά-Αγγλικά ομηρικό λεξικό) > νεόπριστος
-
31 ἄπριστος
-
32 διάπριστος
-
33 δύςπριστος
-
34 εὔπριστος
-
35 νεόπριστος
νεό-πριστος, frisch zersägt, zerschnitten -
36 Sawn
adj.V. πριστός (Eur., frag.).Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Sawn
- 1
- 2
См. также в других словарях:
πριστός — sawn masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πριστός — ή, ό / πριστός, ή, όν, ΝΑ 1. κομμένος με πριόνι, πριονιστός, πριονισμένος 2. όμοιος με πριόνι, οδοντωτός, πριονωτός αρχ. 1. (σχετικά με μάρμαρο) αυτός τον οποίο μπορεί κανείς να πριονίσει 2. φρ. «πριστὸς ἐλέφας» στιλβωμένο ελεφάντινο οστό,… … Dictionary of Greek
πριστόν — πριστός sawn masc acc sg πριστός sawn neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πριστοῖς — πριστός sawn masc/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πριστοῖσι — πριστός sawn masc/neut dat pl (epic ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πριστοί — πριστός sawn masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πριστοῦ — πριστός sawn masc/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πριστή — πριστός sawn fem nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πριστῶ — πριστός sawn masc/neut gen sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πριστῷ — πριστός sawn masc/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
νεόπριστος — νεόπριστος, ον (Α) (επικ. τ.) αυτός που πριονίστηκε πρόσφατα. [ΕΤΥΜΟΛ. < νε(ο) * + πριστος (< πρίω «πριονίζω»), πρβλ. εύ πριστος] … Dictionary of Greek