-
1 Price
subs.Pay: P. and V. μισθός, ὁ.What is the price of corn? Ar. πῶς ὁ σῖτος ὤνιος; (Ach. 758).When the price of corn went up: P. ὅτε ὁ σῖτος ἐπετιμήθη (Dem. 918).At what price? P. and V. πόσου;At a high price: P. and V. πολλοῦ.met., in exchange for: P. and V. ἀντί (gen.).I would not buy at any price: V. οὐκ ἂν πριαίμην οὐδένος λόγου (Soph., Aj. 477).At any price: see at all costs, under Cost.Put a price on a man's head: P. χρήματα ἐπικηρύσσειν (dat.) (Dem. 347).He put a price upon his head: V. χρυσὸν εἶφʼ ὃς ἂν κτάνῃ (Eur., El. 33).They set a price on their heads: P. ἐπανεῖπον ἀργύριον τῷ ἀποκτείναντι (Thuc. 6, 60).——————v. trans.P. τιμᾶν; see Value.Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Price
См. также в других словарях:
πριαίμην — πρίαμαι buy pres opt mid 1st sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πρίαμαι — Α (αποθ. ρ. εύχρ. μόνον ως αόρ. α ἐπριάμην τού ρ. ὠνοῡμαι, έομαι) 1. αγοράζω κάτι σε μια ορισμένη τιμή («καὶ πρίασθαι... τὴν καπίθην ἀλεύρων ἢ ἀλφίτων τεττάρων σίγλων», Ξεν.) 2. πληρώνω τα τέλη, τους φόρους πόλεως 3. (σχετικά με δούλο) μισθώνω… … Dictionary of Greek