-
1 εξηγητης
- οῦ ὅ1) руководитель, наставникἐ. πρηγμάτων ἀγαθῶν Her. — подающий благие советы
2) виновник(τῆς πάσης κακοηθείας Aeschin.; ἁπάντων τούτων Dem.)
3) (ис)толкователь(τεράτων καὴ ἐνυπνίων Her.; ὁσίων καὴ ἱερῶν Plut.)
4) эксегет (официальное лицо в Афинах, ведавшее вопросами культовых обрядов; единовременно эксегетов было трое) Plat., Isae., Dem.
См. также в других словарях:
εξηγητής — ο (AM ἐξηγητής) [εξηγώ] ερμηνευτής («εξηγητής τών Γραφών») αρχ. 1. σύμβουλος, εισηγητής («ἐξηγητὴς γίνεται πρηγμάτων ἀγαθῶν», Ηρόδ.) 2. σχολιαστής («τὰ ὠβελισμένα οὐδενὶ τῶν ἐξηγητῶν ἔδοξε Θουκυδίδου εἶναι») 3. ξεναγός … Dictionary of Greek