-
1 πρείγιστος
πρείγιστος, kretisch statt πρέσβιστος, vgl. Valck. Adoniazus. p. 319 Phoen. p. 18.
-
2 πρεῖγυς
См. также в других словарях:
πρέσβιστος — και κρητ. τ. πρείγιστος και πρήγιστος και πρίγιστος, ίστη, ον και τ. θηλ. πρεσβίστα και πρεσβίττα και ανωμ. τ. πρεσβίστατος, άτη, ον, Α (ποιητ. τ. υπερθ. τού πρέσβυς) 1. γηραιότατος, εντιμότατος (α. «πρέσβιστον ἄστρων, νυκτὸς ὀφθαλμός, πρέπει»,… … Dictionary of Greek