Перевод: с греческого на немецкий

с немецкого на греческий

πρακτήριος

См. также в других словарях:

  • πρακτήριος — efficacious masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πρακτήριος — ον, ΜΑ [πρακτήρ] μσν. το ουδ. ως ουσ. τὸ πρακτήριον πρακτική, δραστηριότητα αρχ. δραστήριος, αποτελεσματικός, δραστικός …   Dictionary of Greek

  • πρακτήριον — πρακτήριος efficacious masc/fem acc sg πρακτήριος efficacious neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • έπομαι — (AM ἕπομαι) 1. ακολουθώ άλλον, συνοδεύω (α. «ἡγήσατο, τοὶ δ’ ἅμ’ ἕποντο», Ομ. Οδ. β. «τῷ δ’ ἅμα τεσσαράκοντα μέλαιναι νῆες ἕποντο Λοκρῶν», Ομ. Ιλ.) 2. (στο γ’ εν. πρόσ.) ἕπεται προκύπτει, εξάγεται ως συμπέρασμα 3. (η μτχ. ενεστ.) ἑπόμενος, η, ο… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»