-
1 πρακτικός
πρακτικόςfit for: masc nom sg -
2 πρακτικός
A fit for or concerned with action, practical,λεκτικοὶ καὶ π. καὶ μηχανικοί X.Mem.4.3.1
;φιλότεχνοι καὶ π. Pl.R. 476a
; ζωὴ π., βίος π., Arist.EN 1098a3, Pol. 1325b16, etc.; αἱ π. ἀρχαί the principles of action, Id.EN 1144a35; ἡ π. διάνοια, opp. ἡ θεωρητική, ib. 1139a27, cf. Metaph. 1025b25, de An. 433a18; ἡ -κή (with or without ἐπιστήμη) practical science, opp. theoretical, Pl.Plt. 258e, 259d;τὸ ἰαμβεῖον π.
representative of action,Arist.
Po. 1460a1;μέλη π. Id.Pol. 1341b34
; π. χρόνοι times appropriate for action, Vett. Val.96.28.2 active, effective, τὸ -ώτατον τῆς δυνάμεως the most effective part, Plb.1.30.9, cf. 10.25.2; παρὰ θεῶν -ώτερος more effectual in carrying one's point with.., X.Cyr.1.6.3;περὶ τὴν πολιτείαν -ώτατος Plb. 7.10.5
: so of things, drastic, effective,ῥίζα Dsc.3.54
; also νεῦρα π. motor nerves, Gal.1.321: πρακτικόν, τό, spell, magical rite, PMag. Par.1.2359.4 active, vigorous, strong,οἴνου τι πρακτικώτερον Ar.Eq.91
;ἰταμότης ὀξεῖα καὶ π. Pl.Plt. 311a
; [ἡ ὀργὴ] -ώτερον τοῦ μίσους Arist.Pol. 1312b27
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > πρακτικός
-
3 πρακτικός
practicalΕλληνικά-Αγγλικά νέο λεξικό (Greek-English new dictionary) > πρακτικός
-
4 πρακτικά
πρακτικόςfit for: neut nom /voc /acc plπρακτικά̱, πρακτικόςfit for: fem nom /voc /acc dualπρακτικά̱, πρακτικόςfit for: fem nom /voc sg (doric aeolic) -
5 πρακτικώτερον
πρακτικόςfit for: adverbial compπρακτικόςfit for: masc acc comp sgπρακτικόςfit for: neut nom /voc /acc comp sg -
6 πρακτικωτάτων
πρακτικόςfit for: fem gen superl plπρακτικόςfit for: masc /neut gen superl pl -
7 πρακτικωτέρων
πρακτικόςfit for: fem gen comp plπρακτικόςfit for: masc /neut gen comp pl -
8 πρακτικόν
πρακτικόςfit for: masc acc sgπρακτικόςfit for: neut nom /voc /acc sg -
9 πρακτικώτατα
πρακτικόςfit for: adverbial superlπρακτικόςfit for: neut nom /voc /acc superl pl -
10 πρακτικώτατον
πρακτικόςfit for: masc acc superl sgπρακτικόςfit for: neut nom /voc /acc superl sg -
11 πρακτικαί
πρακτικόςfit for: fem nom /voc pl -
12 πρακτικοί
πρακτικόςfit for: masc nom /voc pl -
13 πρακτικούς
πρακτικόςfit for: masc acc pl -
14 πρακτικωτάτη
πρακτικόςfit for: fem nom /voc superl sg (attic epic ionic) -
15 πρακτικωτάτοις
πρακτικόςfit for: masc /neut dat superl pl -
16 πρακτικωτάτου
πρακτικόςfit for: masc /neut gen superl sg -
17 πρακτικωτάτους
πρακτικόςfit for: masc acc superl pl -
18 πρακτικωτέροις
πρακτικόςfit for: masc /neut dat comp pl -
19 πρακτικωτέρου
πρακτικόςfit for: masc /neut gen comp sg -
20 πρακτικωτέρους
πρακτικόςfit for: masc acc comp pl
См. также в других словарях:
πρακτικός — πρακτικός, ή, ό και πραχτικός, ή, ό 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην πράξη, στην πείρα, στην εφαρμογή: Πρακτικές οδηγίες. 2. εύκολος, κατάλληλος, άνετος: Πρακτική λύση. – Πρακτικά ρούχα. 3. αυτός που έχει γνώσεις από πείρα, έμπειρος:… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
πρακτικός — fit for masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πρακτικός — ἡ, ὁ / πρακτικός, ἡ, όν, ΝΜΑ, και πραχτικός Ν [πρακτός] αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην πράξη, στην πείρα, εμπειρικός (α. «πρακτική αριθμητική» β. «πρακτικές γνώσεις» γ. «πρακτική λύση» δ. «πρακτικός βίος» ενεργητικός βίος, Αριστοτ. ε.… … Dictionary of Greek
πρακτικά — πρακτικός fit for neut nom/voc/acc pl πρακτικά̱ , πρακτικός fit for fem nom/voc/acc dual πρακτικά̱ , πρακτικός fit for fem nom/voc sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πρακτικώτερον — πρακτικός fit for adverbial comp πρακτικός fit for masc acc comp sg πρακτικός fit for neut nom/voc/acc comp sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πρακτικωτάτων — πρακτικός fit for fem gen superl pl πρακτικός fit for masc/neut gen superl pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πρακτικωτέρων — πρακτικός fit for fem gen comp pl πρακτικός fit for masc/neut gen comp pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πρακτικῶν — πρακτικός fit for fem gen pl πρακτικός fit for masc/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πρακτικόν — πρακτικός fit for masc acc sg πρακτικός fit for neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πρακτικώτατα — πρακτικός fit for adverbial superl πρακτικός fit for neut nom/voc/acc superl pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πρακτικώτατον — πρακτικός fit for masc acc superl sg πρακτικός fit for neut nom/voc/acc superl sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)