-
61 πριχού
-
62 φεύγω
(αόρ. έφυγα) 1. αμετ.1) бежать; убегать, удирать;φεύγω στα τέσσερα — бежать без оглядки;
2) уходить; уезжать;θα φύγω απ' αυτή τη δουλειά я уйду с этой работы; πρίν (να) φύγω перед уходом;φεύγω αλά γαλλικά — незаметно уйти; — уйти по-английски;
φεύγω με τρόπο — незаметно удалиться, скрыться;
φεύγω κρυφά — ускользнуть, уйти тайком;
όπου φύγει φύγει! спасайся, кто может!;φύγε (или φεύγ') απ' εδώ! вон отсюда!; φύγε απ' εμπρός μου! убирайся с глаз моих!; 3) перен. вырваться (о словах и т. п.); κοίταξε μη σού φύγει κανένας λόγος смотри не проговорись; 4) перен. бежать, пролетать (о времени); 2. μετ. избегать (чего-л.); избавляться (от чего-л.);φεύγω τον κίνδυνον — избежать опасности;
τό πεπρωμένον φυγείν αδύνατο от судьбы не уйдёшь -
63 χρόνια
τα (πλ. от χρόνος) года, годы, лета;τα πολλά χρόνια — многие, долгие годы;
παιδικά χρόν. — детские годы;
τα χρόνια είκοσι — двадцатые годы;
πόσω[ν] χρόνώ[ν] είσαι; — сколько тебе лет?;
είμαι είκοσι χρόνώ[ν] — мне двадцать лет;
από τα μικρά χρόνια — с юных лет;
όλα ( — или σ'ύλα) τα χρόνια — во все времени;
στα χρόνια μου — в мой годы;
τρία χρόνια πρίν — три года тому назад;
§ χρόνια πολλά — долгих лет жизни;
χρόνια έχω να... — давно не...;
από χρόνια — давно;
τα χρόνια φέρνουν τα φρόνια — посл, благоразумие приводит с годами;
εκατό χρονώ γάιδαρος περπατησιά δε μαθαίνει посл, горбатого могила исправит -
64 χρόνος
ο1) время;χρόνος βραχύς (μακρός) — короткое (долгое) время;
πολύς χρόνος — а) много времени; — б) давно;
από πολλού χρόνου — с давних пор, давно;
2) год;διάστημα ενός χρόνου — годичный срок;
κάθε χρόνο — каждый год; — год за годом;
τον ιδιο χρόνο — в том же году;
μέσα στο χρόνο — в течение года;
ένα χρόνο περίπου — около года;
ένα χρόνο πρίν... — за год до...;
μέσα σ' ένα χρόνο — за год, в течение года;
μετά από ένα χρόν — через год, год спустя;
δυό φορές το χρόνος — два раза в год;
3) πλ. эпоха, период, времена;αρχαίοι χρόνοι — древние времена;
νέοι χρόνοι — новые времена;
4) муз. такт;κρατώ τον χρόνο — выдерживать такт;
5) грам, время;χρόνοι τού ρήματος — времена глагола;
6) долгота (слога);πρώτος χρόνος — краткий слог;
§ тоб χρόνου — в будущем году;
καί τού χρόνου! — чтобы и в будущем году всё было хорошо!;
από χρόνου — с будущего года;
προ χρόνων — очень давно, много лет назад;
χρόνο με το χρόνο — из года в год;
απάνω στο χρόνο — исполнился год, как...;
καλό χρόνο ναχεις! — будь счастлив!;
κακό χρόνο νδχεις! — чтоб тебе пусто было!;
ο χρόνος να μη σ' ευρη! — чтоб тебе и года не прожить!;
μάς αφησε χρόνους — он приказал долго жить;
καθ' όν χρόνον — в то время как, когда;
συν τω χρόνω — или προϊόντος τού χρόνου — со временем, с течением времени
-
65 ώρα
η1) час;τό τέταρτο της ώρας — четверть часа;
η μισή ώρα — полчаса;
μία ώρα πρίν... — за час до...;
κάθε δυό ώρες каждые два часа;αργώ μιά ώρα — опаздывать на час;
περιμένω ολόκληρες ώρες ждать часами;η ώρα είναι έξι — сейчас шесть часов;
τί ώρα είναι; — который час?;
κατά τη μιά η ώρα — к часу;
πληρωμή με την ώρα — почасовая оплата;
2) час, время;η ώρα της δουλείας — рабочее время;
ελεύθερες ώρες свободные часы, свободное время;ακατάλληλη ώρα — неурочный час;
οποιαδήποτε ώρα — или πάσαν ώραν — в любое время;
τίς νυχτερινές -
66 αλέκτωρ
αλέκτωρ οпетух, алектор (слав.);ΦΡ.πριν αλέκτορα φωνήσαι (Ματθ.26, 34) — прежде нежели пропоет петух (Мф.26, 34) -
67 Όποιος πολλά λαλεί, πολλά σφάλλει
– Όποιος πολλά λαλεί, πολλά σφάλλει– Πριν μιλήσεις, βούτα τη γλώσσα σου στο μυαλό σου• Язык мой – враг мой, прежде ума моего бежитИсточник: Кокурина Т.В. «Греческие пословицы и поговорки и их аналоги в русском языке», М., ЛКИ, 2008Ελληνικές παροιμίες και ρήσεις (Греческие пословицы и поговорки) > Όποιος πολλά λαλεί, πολλά σφάλλει
-
68 Λανθάνουσα η γλώσσα την αλήθεια λέει
– Όποιος πολλά λαλεί, πολλά σφάλλει– Πριν μιλήσεις, βούτα τη γλώσσα σου στο μυαλό σου• Язык мой – враг мой, прежде ума моего бежитИсточник: Кокурина Т.В. «Греческие пословицы и поговорки и их аналоги в русском языке», М., ЛКИ, 2008Ελληνικές παροιμίες και ρήσεις (Греческие пословицы и поговорки) > Λανθάνουσα η γλώσσα την αλήθεια λέει
-
69 4250
{нареч., 14}Ссылки: Мф. 1:18; 26:34, 75; Мк. 14:30, 72; Лк. 2:26; 22:34, 61; Ин. 4:49; 8:58; 14:29; Деян. 2:20; 7:2; 25:16.*Греческо-русский лексикон Нового Завета с номерами Стронга и греческой Симфонией > 4250
См. также в других словарях:
πρίν — before indeclform (adverb) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πριν — ΝΜΑ, πρι Ν, δωρ. τ. πράν και, μόνον μία φορά, πρείν Α 1. (ως επίρρ. με χρον. σημ.) α) σε προγενέστερο χρόνο, σε χρόνο προηγούμενο ορισμένου γεγονότος ή περιστατικού, το οποίο είτε συνέβη είτε πρόκειται να συμβεί, προηγουμένως, πρωτύτερα (α. «δεν… … Dictionary of Greek
πριν — 1. επίρρ. χρον., προηγουμένως: Δεν άκουσα τι είπατε πριν. 2. χρον. σύνδ., προτού: Των φρονίμων τα παιδιά πριν πεινάσουν μαγειρεύουν. 3. ως πρόθ. μαζί με το από: Πριν από τον τελευταίο πόλεμο … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
Πρὶν ἰχθοὺς λαβεῖν, ἁλμὴν κυκᾷς. — См. В мутной воде рыбу ловить … Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)
Μήτε δίκην δικάσῃς, πρὶν ἀμφοῖν μῦθον ἀκούσῃς. — μήτε δίκην δικάσῃς, πρὶν ἀμφοῖν μῦθον ἀκούσῃς. См. Не спеши карать, спеши выслушать … Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)
Μὴ ἄρχε, πρὶν ἄρχεσθαι μάθης. — См. Кто не умеет повиноваться, тот не умеет повелевать … Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)
Μὴ πρότερον εἰς βουλὴν παρέλθῃς, πρὶν ἂν κληθείης. — См. На совет чужой не ходи; пока позовут, подожди … Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)
Ιαπωνία — Επίσημη ονομασία: Αυτοκρατορία της Ιαπωνίας Έκταση: 377.835 τ. χλμ. Πληθυσμός: 126.771.662 (2001) Πρωτεύουσα: Τόκιο (8.130.408 κάτ. το 2000)Νησιωτικό κράτος της ανατολικής Ασίας, χωρίς σύνορα στην ξηρά με άλλη χώρα. Βρέχεται στα Β από την… … Dictionary of Greek
Μεξικό — Κράτος του νότιου τμήματος της Βόρειας Αμερικής. Συνορεύει στα Β με τις ΗΠΑ και στα Ν με την Μπελίζ και τη Γουατεμάλα. Βρέχεται στα Δ από τον Ειρηνικό ωκεανό και στα Α από τον κόλπο του Μεξικού.O ποταμός Pίο Γκράντε αντιπροσωπεύει ένα μεγάλο… … Dictionary of Greek
Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής — Επίσημη ονομασία: Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής Συντομευμένη ονομασία: ΗΠΑ (USA) Έκταση: 9.629.091 τ. χλμ Πληθυσμός: 278.058.881 κάτ. (2001) Πρωτεύουσα: Ουάσινγκτον (6.068.996 κάτ. το 2002)Κράτος της Βόρειας Αμερικής. Συνορεύει στα Β με τον… … Dictionary of Greek
Ηνωμένο Βασίλειο — Επίσημη ονομασία: Ηνωμένο Βασίλειο της Μεγάλης Βρετανίας και της Βορείου Ιρλανδίας Συντομευμένη ονομασία: Μεγάλη Βρετανία Έκταση: 244.820 τ. χλμ. Πληθυσμός: 59.647.790 (2001) Πρωτεύουσα: Λονδίνο (6.962.319 κάτ. το 2001)Κράτος της βορειοδυτικής… … Dictionary of Greek