-
1 πρέσβυ
πρέσβυςold man: masc voc sg -
2 πρεσβυ-γενής
πρεσβυ-γενής, ές, älter an Geburt, erstgeboren; Il. 11, 249; Eur. Troad. 588; Tim. Phlias. 23; Orph. Arg. 602; so nannte nach Plut. an seni ger. resp. 10 die Pythia den Staat der Lacedämonier. Uebh. alt, χρόνος, Cratin. bei Plut. Per. 3.
-
3 πρεσβυ-γένεια
πρεσβυ-γένεια, ἡ, ältere Geburt, Erstgeburt; Her. 6, 51; Plut. Symp. 2, 3, 2 u. a. Sp.
-
4 πρεσβυ-γένεθλος
πρεσβυ-γένεθλος, = πρεσβυγενής, Orph. H. 3, 2.
-
5 πρεσβυτικά
πρεσβῡτικά, πρεσβυτικόςlike an old man: neut nom /voc /acc plπρεσβῡτικά̱, πρεσβυτικόςlike an old man: fem nom /voc /acc dualπρεσβῡτικά̱, πρεσβυτικόςlike an old man: fem nom /voc sg (doric aeolic) -
6 πρεσβυτικώτερον
πρεσβῡτικώτερον, πρεσβυτικόςlike an old man: adverbial compπρεσβῡτικώτερον, πρεσβυτικόςlike an old man: masc acc comp sgπρεσβῡτικώτερον, πρεσβυτικόςlike an old man: neut nom /voc /acc comp sg -
7 πρεσβυτικωτέρας
πρεσβῡτικωτέρᾱς, πρεσβυτικόςlike an old man: fem acc comp plπρεσβῡτικωτέρᾱς, πρεσβυτικόςlike an old man: fem gen comp sg (attic doric aeolic) -
8 πρεσβυτικόν
πρεσβῡτικόν, πρεσβυτικόςlike an old man: masc acc sgπρεσβῡτικόν, πρεσβυτικόςlike an old man: neut nom /voc /acc sg -
9 πρεσβύτα
πρεσβύ̱τᾱ, πρεσβύτηςage: masc nom /voc /acc dualπρεσβύ̱τᾱ, πρεσβύτηςage: masc gen sg (doric aeolic) -
10 πρεσβύτας
πρεσβύ̱τᾱς, πρεσβύτηςage: masc acc plπρεσβύ̱τᾱς, πρεσβύτηςage: masc nom sg (epic doric aeolic) -
11 πρεσβύτη
πρεσβύ̱τη, πρεσβύτηςage: masc voc sg——————πρεσβύ̱τῃ, πρεσβύτηςage: masc dat sg (attic epic ionic) -
12 πρεσβυγένεια
A seniority of birth, Hdt.6.51, Plu.2.636e.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > πρεσβυγένεια
-
13 πρεσβυτικαί
πρεσβῡτικαί, πρεσβυτικόςlike an old man: fem nom /voc pl -
14 πρεσβυτικοί
πρεσβῡτικοί, πρεσβυτικόςlike an old man: masc nom /voc pl -
15 πρεσβυτικούς
πρεσβῡτικούς, πρεσβυτικόςlike an old man: masc acc pl -
16 πρεσβυτικάς
πρεσβῡτικά̱ς, πρεσβυτικόςlike an old man: fem acc pl -
17 πρεσβυτική
πρεσβῡτική, πρεσβυτικόςlike an old man: fem nom /voc sg (attic epic ionic) -
18 πρεσβυτικήν
πρεσβῡτικήν, πρεσβυτικόςlike an old man: fem acc sg (attic epic ionic) -
19 πρεσβυτικός
πρεσβῡτικός, πρεσβυτικόςlike an old man: masc nom sg -
20 πρεσβυτικώτερος
πρεσβῡτικώτερος, πρεσβυτικόςlike an old man: masc nom comp sg
См. также в других словарях:
πρέσβυ — πρέσβυς old man masc voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πρεσβυτικά — πρεσβῡτικά , πρεσβυτικός like an old man neut nom/voc/acc pl πρεσβῡτικά̱ , πρεσβυτικός like an old man fem nom/voc/acc dual πρεσβῡτικά̱ , πρεσβυτικός like an old man fem nom/voc sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πρεσβυτικώτερον — πρεσβῡτικώτερον , πρεσβυτικός like an old man adverbial comp πρεσβῡτικώτερον , πρεσβυτικός like an old man masc acc comp sg πρεσβῡτικώτερον , πρεσβυτικός like an old man neut nom/voc/acc comp sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πρεσβυτικωτέρας — πρεσβῡτικωτέρᾱς , πρεσβυτικός like an old man fem acc comp pl πρεσβῡτικωτέρᾱς , πρεσβυτικός like an old man fem gen comp sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πρεσβυτικῶν — πρεσβῡτικῶν , πρεσβυτικός like an old man fem gen pl πρεσβῡτικῶν , πρεσβυτικός like an old man masc/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πρεσβυτικόν — πρεσβῡτικόν , πρεσβυτικός like an old man masc acc sg πρεσβῡτικόν , πρεσβυτικός like an old man neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πρεσβύτα — πρεσβύ̱τᾱ , πρεσβύτης age masc nom/voc/acc dual πρεσβύ̱τᾱ , πρεσβύτης age masc gen sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πρεσβύτας — πρεσβύ̱τᾱς , πρεσβύτης age masc acc pl πρεσβύ̱τᾱς , πρεσβύτης age masc nom sg (epic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πρεσβυτικαῖς — πρεσβῡτικαῖς , πρεσβυτικός like an old man fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πρεσβυτικαί — πρεσβῡτικαί , πρεσβυτικός like an old man fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πρεσβυτικοῖς — πρεσβῡτικοῖς , πρεσβυτικός like an old man masc/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)