-
61 ενάντιο
τό1) противоположность;κάνω το ενάντιο από το σωστό ( — или απ' ό, τι πρέπει) — а) делать наперекор; — б) поступать наоборот;
2) затруднение, помеха; неудача -
62 έτσι
1. επίρρ. так, таким образом;κάνε έτσι — сделай так;
κάνε έτσι πού... — сделай так, чтобы...;
μην κάνετε έτσι — не делайте так;
ας γίνει έτσι — так тому и быть;
έτσι δεν γίνεται δουλειά — так дело не пойдёт;
πώς έτσι; — как же так? πώς έγινε έτσι; — как это случилось?;
καί έτσι είναι — так оно и есть;
δεν είναι έτσι — это не так;
έτσι δεν είναι; — не так ли?;
έτσι έ; — значит так?;
κι' έτσι — итак;
έτσι όπως πρέπει — так как следует;
έτσι είμαι εγώ — таков я;
με το έτσι θέλω — произвольно, явочным порядком;
έτσι πού λες — вот какие дела;
τό είπα έτσι — или έτσι τό είπα — я просто так это сказал;
έτσι ακριβώς το είπα — я сказал именно так;
§ έτσι κι' έτσι — а) так себе, средне; — б) так или иначе; — во всяком случае; — всё равно;
πώς είσθε;------ κι' έτσι — как поживаете?— так себе;
έτσι κι' έτσι δεν πρόκειται να ωφεληθώ ( — так или иначе) всё равно я ничего не выгадаю;
έτσι είτε αλλιώς — так или иначе;
κι' έτσι κι' αλλ(ο)ιώς — так или иначе;
έτσι καί είναι — так и есть, это правда;
τό δίνουν έτσι — бесплатно, даром дают;
2. σύνδ.1) как только; когда, после того как;έτσι πείς — как только скажешь;
έτσι εχάραξε η α,ύγή — как только занялась заря;
φύγει ο παππάς — когда уйдёт отец;2) если;έτσι θελήσεις — если захочешь;
έτσι τό μάθει αυτός — если он узнает об этом;
§ έτσι πού — или έτσι ώστε — так чтобы.
-
63 θεωρώ
(ε) μετ.1) смотреть (на кого-что-л.), созерцать; наблюдать (за кем-чем-л.); 2) считать, полагать, рассматривать;θεωρώ καθήκον (υποχρέωση) μου — считать своим долгом (своей обязанностью);
θεωρώ απαραίτητο — считать необходимым;
τό θεωρώ περιττό — считать излишним;
θεωρώ κάποιον (γιά) τίμιο άνθρωπο — считать кого-л. честным человеком;
να με θεωρείς πατέρα σου — считай меня своим отцом;
θεωρώ προσβολή — рассматривать как оскорбление;
θεωρώ πιθανόν — считать вероятным;
3) свидетельствовать (подпись); визировать (документ), ставить визу;πρέπει να θεωρήσω το διαβατήριο μου — надо поставить визу;
θεωρούμαι — считаться, слыть;
θεωρείται ότι... — считается, что...
-
64 οπωσδήποτε
-
65 όσο(ν)
επί р р.1) сколько;όσο(ν) θέλεις — сколько хочешь;
2) столько, сколько...;όσο(ν) πρέπει ( — или χρειάζεται) — столько, сколько надо;
3) пока, до тех пор пока;θα σε περιμένω όσο(ν) να τελειώσεις — я буду ждать тебя до тех пор, пока ты не закончишь;
όσο(ν) ζω — пока я жив, до тех пор, пока буду жить;
§ όσο(ν) τό δυνατό — как можно, насколько возможно;
όσο(ν)ν αφορα... — или όσο(ν) γιά... — относительно; — что касается;
όσο(ν) γιά μας... — что касается нас...;
όσο(ν) κι' άν — или όσο(ν) να — сколько бы ни; — как бы ни;
όσο(ν) να 'ναι, όσο(ν) να πείς — а) как-никак; — что там ни говори; — б) как бы то ни было
-
66 όσο(ν)
επί р р.1) сколько;όσο(ν) θέλεις — сколько хочешь;
2) столько, сколько...;όσο(ν) πρέπει ( — или χρειάζεται) — столько, сколько надо;
3) пока, до тех пор пока;θα σε περιμένω όσο(ν) να τελειώσεις — я буду ждать тебя до тех пор, пока ты не закончишь;
όσο(ν) ζω — пока я жив, до тех пор, пока буду жить;
§ όσο(ν) τό δυνατό — как можно, насколько возможно;
όσο(ν)ν αφορα... — или όσο(ν) γιά... — относительно; — что касается;
όσο(ν) γιά μας... — что касается нас...;
όσο(ν) κι' άν — или όσο(ν) να — сколько бы ни; — как бы ни;
όσο(ν) να 'ναι, όσο(ν) να πείς — а) как-никак; — что там ни говори; — б) как бы то ни было
-
67 πειραματισμός
ο экспериментирование; проведение эксперимента;πρέπει να λείψουν οι πειραματισμοί — хватит экспериментировать
-
68 προτού
1. σύνδ. до; прежде чем; до того как;νυχτώσει — до наступления темноты;προτού μιλήσεις πρέπει να σκεφθείς — прежде чем сказать, надо подумать;
2. επίρρ. раньше, прежде, ранее;λίγες ημέρες προτού — несколькими днями раньше
-
69 συγυρίζω
-
70 τότε(ς)
-
71 τότε(ς)
-
72 υπολογίζω
1. μετ. подсчитывать, вычислять, высчитывать; насчитывать;2) включать в счёт, учитывать; δεν είναι δυνατόν να υπολογιστεί не поддаваться учёту; 3) принимать в расчёт (кого-что-л.); считаться (с кем-чем-л.);πρέπει να τον υπολογίζω — я должен с ним считаться;
δεν υπολογίζει κανένα — он ни с кем не считается;
2. αμετ. рассчитывать, надеяться (на что-л.);δεν υπολογίζω σε καμμιά βοήθεια — не рассчитывать ни на какую помощь;
υπολογίζοντας... — в расчёте на...
-
73 Όποιος δεν οικονομεί τις πεντάρες, ποτέ του δεν θα φτιάξει λίρες
Όποιος δεν οικονομεί τις πεντάρες, ποτέ του δεν θα φτιάξει λίρες– Λίγα και συχνά γεμίζουν τα πουγγιά– Μάζευε όταν μπορείς, για να έχεις όταν πρέπει– Μια δεκάρα οικονομημένη είναι μια δεκάρα κερδισμένη• Копейка рубль бережет• Без копейки рубля не бывает• Из гроша рубли растутИсточник: Кокурина Т.В. «Греческие пословицы и поговорки и их аналоги в русском языке», М., ЛКИ, 2008Ελληνικές παροιμίες και ρήσεις (Греческие пословицы и поговорки) > Όποιος δεν οικονομεί τις πεντάρες, ποτέ του δεν θα φτιάξει λίρες
-
74 Λίγα και συχνά γεμίζουν τα πουγγιά
Όποιος δεν οικονομεί τις πεντάρες, ποτέ του δεν θα φτιάξει λίρες– Λίγα και συχνά γεμίζουν τα πουγγιά– Μάζευε όταν μπορείς, για να έχεις όταν πρέπει– Μια δεκάρα οικονομημένη είναι μια δεκάρα κερδισμένη• Копейка рубль бережет• Без копейки рубля не бывает• Из гроша рубли растутИсточник: Кокурина Т.В. «Греческие пословицы и поговорки и их аналоги в русском языке», М., ЛКИ, 2008Ελληνικές παροιμίες και ρήσεις (Греческие пословицы и поговорки) > Λίγα και συχνά γεμίζουν τα πουγγιά
-
75 Μια δεκάρα οικονομημένη είναι μια δεκάρα κερδισμένη
Όποιος δεν οικονομεί τις πεντάρες, ποτέ του δεν θα φτιάξει λίρες– Λίγα και συχνά γεμίζουν τα πουγγιά– Μάζευε όταν μπορείς, για να έχεις όταν πρέπει– Μια δεκάρα οικονομημένη είναι μια δεκάρα κερδισμένη• Копейка рубль бережет• Без копейки рубля не бывает• Из гроша рубли растутИсточник: Кокурина Т.В. «Греческие пословицы и поговорки и их аналоги в русском языке», М., ЛКИ, 2008Ελληνικές παροιμίες και ρήσεις (Греческие пословицы и поговорки) > Μια δεκάρα οικονομημένη είναι μια δεκάρα κερδισμένη
-
76 Όποιος μπει στο λουτρό, θα ιδρώσει
Όποιος μπαίνει στο χορό, θα πρέπει να χορέψει– Όποιος μπει στο λουτρό, θα ιδρώσει• Взялся за гуж, не говори, что не дюжИсточник: Кокурина Т.В. «Греческие пословицы и поговорки и их аналоги в русском языке», М., ЛКИ, 2008Ελληνικές παροιμίες και ρήσεις (Греческие пословицы и поговорки) > Όποιος μπει στο λουτρό, θα ιδρώσει
-
77 Όπως κουτσαίνουν όλοι, κούτσαινε και συ
– Όπως κουτσαίνουν όλοι, κούτσαινε και συ– Όταν περνάς από τον τόπο μονόφθαλμων, κάνε και συ μονόφθαλμο– Όταν είσαι στη Ρώμη, κάνε ό,τι κάνει η Ρώμη• С волками жить, по-волчьи выть• С воронами по-вороньи каркатьИсточник: Кокурина Т.В. «Греческие пословицы и поговорки и их аналоги в русском языке», М., ЛКИ, 2008Ελληνικές παροιμίες και ρήσεις (Греческие пословицы и поговорки) > Όπως κουτσαίνουν όλοι, κούτσαινε και συ
-
78 Όταν είσαι στη Ρώμη, κάνε ό,τι κάνει η Ρώμη
– Όπως κουτσαίνουν όλοι, κούτσαινε και συ– Όταν περνάς από τον τόπο μονόφθαλμων, κάνε και συ μονόφθαλμο– Όταν είσαι στη Ρώμη, κάνε ό,τι κάνει η Ρώμη• С волками жить, по-волчьи выть• С воронами по-вороньи каркатьИсточник: Кокурина Т.В. «Греческие пословицы и поговорки и их аналоги в русском языке», М., ЛКИ, 2008Ελληνικές παροιμίες και ρήσεις (Греческие пословицы и поговорки) > Όταν είσαι στη Ρώμη, κάνε ό,τι κάνει η Ρώμη
-
79 Όταν περνάς από τον τόπο μονόφθαλμων, κάνε και συ μονόφθαλμο
– Όπως κουτσαίνουν όλοι, κούτσαινε και συ– Όταν περνάς από τον τόπο μονόφθαλμων, κάνε και συ μονόφθαλμο– Όταν είσαι στη Ρώμη, κάνε ό,τι κάνει η Ρώμη• С волками жить, по-волчьи выть• С воронами по-вороньи каркатьИсточник: Кокурина Т.В. «Греческие пословицы и поговорки и их аналоги в русском языке», М., ЛКИ, 2008Ελληνικές παροιμίες και ρήσεις (Греческие пословицы и поговорки) > Όταν περνάς από τον τόπο μονόφθαλμων, κάνε και συ μονόφθαλμο
-
80 Με τους λύκους λύκος γίνε
– Όπως κουτσαίνουν όλοι, κούτσαινε και συ– Όταν περνάς από τον τόπο μονόφθαλμων, κάνε και συ μονόφθαλμο– Όταν είσαι στη Ρώμη, κάνε ό,τι κάνει η Ρώμη• С волками жить, по-волчьи выть• С воронами по-вороньи каркатьИсточник: Кокурина Т.В. «Греческие пословицы и поговорки и их аналоги в русском языке», М., ЛКИ, 2008Ελληνικές παροιμίες και ρήσεις (Греческие пословицы и поговорки) > Με τους λύκους λύκος γίνε
См. также в других словарях:
πρέπει — (ως απρόσ.) Σημειώσεις: πρέπει : σπάνια απαντάται ως προσωπικό, σε εκφρ. όπως: Κορίτσια ωραία... που μας πρέπατε (Ελύτης, σελ. 58) και στην ουσιαστικοποιημένη μτχ. το πρέπον … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
πρέπει — ΝΜΑ (γ εν. πρόσ.) βλ. πρέπω … Dictionary of Greek
πρέπει — πρέπω to be clearly seen pres ind mp 2nd sg πρέπω to be clearly seen pres ind act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ινδία — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Ινδίας Έκταση: 3.287.590 τ. χλμ. Πληθυσμός: 1.029.991.145 (2001) Πρωτεύουσα: Νέο Δελχί (12.791.458 κάτ. το 2001)Κράτος της νότιας Ασίας. Συνορεύει Α με το Μπαγκλαντές και τη Μυανμάρ (Βιρμανία), Β με την Κίνα και… … Dictionary of Greek
Ισπανία — Επίσημη ονομασία: Βασίλειο της Ισπανίας Έκταση: 504.782 τ. χλμ. Πληθυσμός: 40.037.995 (2001) Πρωτεύουσα: Μαδρίτη (2.882.860 κάτ. το 2000)Κράτος της νοτιοδυτικής Ευρώπης, στην Ιβηρική χερσόνησο. Συνορεύει στα ΒΑ με τη Γαλλία και την Ανδόρα, στα Δ… … Dictionary of Greek
Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής — Επίσημη ονομασία: Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής Συντομευμένη ονομασία: ΗΠΑ (USA) Έκταση: 9.629.091 τ. χλμ Πληθυσμός: 278.058.881 κάτ. (2001) Πρωτεύουσα: Ουάσινγκτον (6.068.996 κάτ. το 2002)Κράτος της Βόρειας Αμερικής. Συνορεύει στα Β με τον… … Dictionary of Greek
Ηνωμένο Βασίλειο — Επίσημη ονομασία: Ηνωμένο Βασίλειο της Μεγάλης Βρετανίας και της Βορείου Ιρλανδίας Συντομευμένη ονομασία: Μεγάλη Βρετανία Έκταση: 244.820 τ. χλμ. Πληθυσμός: 59.647.790 (2001) Πρωτεύουσα: Λονδίνο (6.962.319 κάτ. το 2001)Κράτος της βορειοδυτικής… … Dictionary of Greek
ναυσιπλοΐα — Η πρακτική και η τεχνική του πλου. Διακρίνεται σε θαλάσσια ν. και σε ν. κλειστών υδάτων: η πρώτη περιλαμβάνει την ποντοπλοΐα, που εκτείνεται σε όλες τις θάλασσες και τους ωκεανούς, και την ακτοπλοΐα, που περιορίζεται στις κλειστές θάλασσες και… … Dictionary of Greek
πρέπω — ΝΜΑ 1. (κυρίως στο γ εν. και πληθ. πρόσ. με δοτ. προσ. η οποία στα νεοελλ. έγινε γεν. προσ. αντων.) αρμόζω, ταιριάζω, είμαι κατάλληλος για κάποιον ή κάτι (α. «τι έχω γυναίκα όμορφη και δεν τής πρέπουν μαύρα», δημ. τραγούδι β. «και περισσότερη… … Dictionary of Greek
Βυζαντινή αυτοκρατορία — I Β.α., ή αλλιώς Μεταγενέστερο Ρωμαϊκό ή Ανατολικό Ρωμαϊκό Κράτος, αποκαλείται συμβατικά το ανατολικό τμήμα της Ρωμαϊκής αυτοκρατορίας. Πρωτεύουσα του τμήματος αυτού, που μετά την κατάλυση του Δυτικού Ρωμαϊκού κράτους συνέχισε περίπου για έντεκα… … Dictionary of Greek
Ιταλία — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Ιταλίας Έκταση: 301.230 τ. χλμ. Πληθυσμός: 56.305.568 (2001) Πρωτεύουσα: Ρώμη (2.459.776 κάτ. το 2001)Κράτος της νότιας Ευρώπης. Συνορεύει στα ΒΔ με τη Γαλλία, στα Β με την Ελβετία και την Αυστρία, στα ΒΑ με τη… … Dictionary of Greek