-
1 Αριον
Ἄριοςmasc acc sgἌριοςneut nom /voc /acc sgἌριοςmasc /fem acc sgἌριοςneut nom /voc /acc sg -
2 Ἄριον
Ἄριοςmasc acc sgἌριοςneut nom /voc /acc sgἌριοςmasc /fem acc sgἌριοςneut nom /voc /acc sg -
3 άριον
-
4 ἄριον
-
5 Ἄριοι
Ἄριοι, οἱ, ancient name of theA Medes, Hdt.7.62; Μάγοι καὶ πᾶν τὸ Αριον ( Ἄρειον codd.)γένος Eudem.
ap. Dam.Pr. 125 bis; ἔκοψα κομμὸν Ἄριον ( Ἄρειον codd.) a Median lament, A.Ch. 423 (lyr.):—hence [full] Ἀριανή, ἡ, name of the eastern Iranian highlands, Str.15.2.1: [full] Ἀριανοί, οἱ, its inhabitants, D.S.2.37, cf. 1.94, Ael.NA16.16 (cf. Avest. Airyana).II inhabitants of the Persian satrapy of Ἀρεία (Arr.An.3.25.1), Pers. Haraiva, Hdt.7.66; written Ἄρειοι, Id.3.93, Arr.l.c. -
6 μνᾶ
Grammatical information: f.Meaning: `mina', weight and a sum of money = 100 drachmes (IA.).Derivatives: Dimin. μναδάριον (Diph. Com.), prob. for *μνᾳδ-άριον from *μνᾳ-διον, - μνα-ΐδιον ( ζῳδ-άριον: ζῴ-διον; not right Schwyzer 471); μνα-αῖος, μναῖος `weighing, worth a m.' (com., X., Arist.), -ϊαῖος `id.' (Arist., hell.), -ϊεῖον n. golden coin = 1 silver-rmina (pap.); on - ιαῖος, - ιεῖος Chantraine Form. 49 a. 53Origin: PG [a word of Pre-Greek origin]X [probably]Etymology: Sem. (Aegean ? Schwyzer 64) LW [loanword]; cf. Hebr. māne, Accad. manū name of a weight. From μνᾶ Lat. mina. Skt. manā́ f. name of a golden ornament (RV 8, 78,2) remains far; but NPers. man as a weight might belong here, s. Mayrhofer s.v. - Fur. 380 connects μνάσιος\/ν and assumes an Anatolian cultural term.Page in Frisk: 2,247Greek-English etymological dictionary (Ελληνικά-Αγγλικά ετυμολογική λεξικό) > μνᾶ
-
7 βαλανάριον
βᾰλᾰν-άριον, τό,Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > βαλανάριον
-
8 βιβλάριον
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > βιβλάριον
-
9 βιβλιάριον
βιβλι-άριον, τό,A = βιβλάριον, Antisth. ap. D.L.6.3.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > βιβλιάριον
-
10 βοιδάριον
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > βοιδάριον
-
11 βολβάριον
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > βολβάριον
-
12 βραχιάλιον
βρᾰχῑάλιον, τό,A bracelet, Sm., Thd.2 Ki.1.10:—also [suff] βρᾰδυ-άριον, τό, Aq. ibid., and [full] βραχιόλιον, τό, Alex. Trall.1.15.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > βραχιάλιον
-
13 βωλάριον
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > βωλάριον
-
14 γεροντάριον
γεροντ-άριον, τό,A = γερόντιον, Gloss.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > γεροντάριον
-
15 γλωσσάριον
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > γλωσσάριον
-
16 γομφάριον
γομφ-άριον, τό,A = κεστρεύς, Tz.ad Lyc.664, Sch. Opp.H.1.112,3.339.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > γομφάριον
-
17 γυναικάριον
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > γυναικάριον
-
18 γυπάριον
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > γυπάριον
-
19 δειπνάριον
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > δειπνάριον
-
20 δελφινάριον
δελφῑν-άριον, τό,Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > δελφινάριον
См. также в других словарях:
Ἄριον — Ἄριος masc acc sg Ἄριος neut nom/voc/acc sg Ἄριος masc/fem acc sg Ἄριος neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἄριον — ἄριοι masc acc sg ἄριοι neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
-άριο — (AM άριον) κατάλ. ουδ. ουσιαστικών με επίδοση τόσο στην Αρχαία και Μεσαιωνική όσο και στη Νεοελληνική. Ειδικότερα, στην Αρχαία Ελληνική σχηματίστηκαν υποκοριστικά ουδ. σε άριον από ουσιαστικά με θ. σε αρ + υποκορ. κατάλ. ιον πρβλ. εσχάρα εσχάριον … Dictionary of Greek
-άρι — κατάλ. ουδέτερων ουσ. της Νέας Ελληνικής με πλήθος παραγώγων. Συνδέεται ετυμολογικά με την κατάλ. άριο* < αρχ. υποκορ. κατάλ. άριον ή < μσν. κατάλ. άριον < λατ. κατάλ. arium. Ήδη στους μεσαιωνικούς χρόνους απαντά η κατάλ. άριν (<… … Dictionary of Greek
-ιος — ια, ιο(ν) η κατάλ. ιος (μαζί με τις επαυξημένες μορφές της) είναι μία από τις παραγωγικότερες τής ελλ. γλώσσας καθ όλη τη διάρκεια τής ιστορίας της. Συγκεκριμένα, μαρτυρούνται συνολικά 2.996 λέξεις σε ιος, εκ τών οποίων 295 είναι κοινές, 2.261… … Dictionary of Greek
επιστολάριο — το 1. σύντομη επιστολή, μικρό γράμμα 2. βιβλίο που περιέχει συλλογή επιστολών κατάλληλων για διάφορες περιστάσεις καθώς και οδηγίες για την αλληλογραφία. [ΕΤΥΜΟΛ. < επιστολή + επίθημα υποκοριστικού άριον (πρβλ. σημειωματ άριον, ανθρωπ άριον] … Dictionary of Greek
ζωδάριον — ζῳδάριον, τό (Α) 1. (υποκορ. τού ζῴον) ζωάριο, ζωύφιο 2. ζώδιο, μικρή ζωγραφισμένη ή σκαλισμένη εικόνα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ζῴδιον (υποκορ. τού ζῴον) + κατάλ. υποκορ. αριον (πρβλ. βιβλι άριον, γλωσσ άριον)] … Dictionary of Greek
ηθμάριον — ἠθμάριον, τὸ (Α) (στον Ησύχ.) υποκορ. τού ηθμός*. [ΕΤΥΜΟΛ. < ηθμός, ο «φίλτρο» + υποκορ. κατάλ. άριον (πρβλ. βιβλι άριον, πλοι άριον] … Dictionary of Greek
ηλάριον — ἡλάριον, τὸ (AM) (υποκορ. τού ήλος) μικρό καρφί, καρφάκι. [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. ήλ (τού ήλος) + υποκορ. κατάλ. άριον (πρβλ. βιβλι άριον, ιππ άριον)] … Dictionary of Greek
θεοτοκάριον — Λειτουργικό βιβλίο της Ανατ. Ορθόδοξης Εκκλησίας. Περιέχει ύμνους για τη Θεοτόκο γραμμένους από 22 υμνογράφους. * * * το (Μ θεοτοκάριον) λειτουργικό βιβλίο που περιέχει πενήντα έξι κανόνες προς τιμήν τής θεοτόκου. [ΕΤΥΜΟΛ. < θεοτόκος + άριον… … Dictionary of Greek
θυρσάριον — θυρσάριον, τὸ (Α) 1. μικρός θύρσος* 2. (για λαχανικά) το μέρος που προεξέχει, η κορυφή. [ΕΤΥΜΟΛ. < θύρσος + άριον (πρβλ. βιβλι άριον, σημειωματ άριον)] … Dictionary of Greek