-
1 πορρωτέρωθεν
πορρωτέρωθενfrom afar: indeclform (adverb) -
2 πρόσωθεν
πρόσωθεν, [dialect] Att. [full] πόρρωθεν, [dialect] Dor. [full] πόρσωθεν Archyt.1, [dialect] Ep. [full] πρόσσοθεν Il.23.533: Adv. ([etym.] πρόσω):—A from afar, opp. ἐγγύθεν, ἐλαύνων πρόσσοθεν ἵππους Il.l.c.; πρόσωθεν βαλεῖν, προσδέρκεσθαι, A.Ag. 947, 952; , cf. 397; ;οὐ ταὐτὸν εἶδος φαίνεται τῶν πραγμάτων, πρόσωθεν ὄντων ἐγγύθεν θ' ὁρωμένων E. Ion 586
; πόρρωθεν ἀσπάζεσθαι, ἀναγνῶναι, etc., Pl.Chrm. 153b, R. 368d, etc.:—[comp] Comp. [full] πορρωτέρωθεν, from a more distant point,σκοπεῖν Isoc. 4.23
, cf. 6.16, 12.120,16.4, Thphr.Sud.4.II of Time, from long ago, E.Hipp. 831 (lyr.), Pl. Chrm. 155a, D.10.46, etc.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > πρόσωθεν
См. также в других словарях:
πορρωτέρωθεν — from afar indeclform (adverb) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πρόσωθεν — και επικ. τ. πρόσσοθεν και δωρ. πόρσωθεν και αττ. τ. πόρρωθεν και συγκριτ. τ. πορρωτέρωθεν Α επίρρ. 1. τοπ. α) από μακριά («μή τις πρόσωθεν ὄμματος βάλοι φθόνος», Αισχυλ.) β) σε απόσταση 2. χρον. από πολύ χρόνο («πόρρωθεν ὑμῑν τὸ καλὸν ὑπάρχει… … Dictionary of Greek