-
101 это
-
102 Character
subs.Mood: P. and V. ὀργή, ἡ.Force of character: P. φύσεως ἰσχύς, ἡ (Thuc. 1, 138).Form: P. and V. τύπος, ὁ.Kind, description: P. and V. γένος, τό.Character in a play: P. σχῆμα, τό.Reputation: P. and V. δόξα, ἡ; see Reputation.They have become men of repute and public characters: P. γεγόνασιν... ἔνδοξοι καὶ γνώριμοι (Dem. 106).Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Character
-
103 Kind
subs.P. and V. γένος, τό, εἶδος, τό, ἰδέα, ἡ.Manner: P. and V. τρόπος, ὸ, V. ῥυθμός, ὁ.In logical sense: P. γένος, τό.Of other kinds: P. ἀλλοῖος.——————adj.P. and V. πρᾶος, ἤπιος, φιλάνθρωπος, ἥμερος, ἐπιεικής, προσφιλής, V. πρευμενής, Ar. and V. μαλθακός; see Gentle.Considerate: P. εὐγνώμων.Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Kind
-
104 Nature
subs.P. and V. φύσις, ἡ.Created things: P. γένεσις, ἡ (Plat.).The world: P. κόσμος, ὁ.Disposition: P. and V. τρόπος, ὁ, ἦθος, τό, φύσις, ἡ.Kind, class: P. and V. γένος, ὁ.Of such a nature, adj.: P. and V. τοιοῦτος, τοιόσδε.By nature: P. and V. φύσει.Being ill-starred by nature: V. συγγενῶς δύστηνος ὤν (Eur., H.F. 1293).It isn't human nature that I should have neglected all my own affairs: P. οὐ γὰρ ἀνθρωπίνῳ ἔοικε τὸ ἐμὲ τῶν μὲν ἐμαυτοῦ ἁπάντων ἡμεληκέναι (Plat., Ap. 31B).Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Nature
-
105 Quality
subs.Value, worth: P. and V. ἀξία, ἡ.Inherent property (as colour, weight, etc.): P. πάθος, τό (Plat.), πάθημα, τό (Plat.); see Attribute.A person of quality: P. ἀνὴρ εὐδόκιμος, ὁ.Disposition: P. διάθεσις, ἡ, ἕξις, ἡ.Characteristic: P. and V. ἴδιον, τό.Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Quality
-
106 Sort
subs.P. and V. γένος, τό, εἶδος, τό, ἰδέα, ἡ.Manner: P. and V. τρόπος, ὁ, V. ῥυθμός, ὁ.Of another sort: P. ἀλλοῖος.What sort of man do you think your father was: P. ποῖόν τινʼ ἡγεῖ τὸν πατέρα τὸν σεαυτοῦ εἶναι (Dem. 954).——————v. trans.Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Sort
См. также в других словарях:
ποιός — of a certain nature masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ποῖος — of what kind? masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
-ποιός — ΝΜΑ β συνθετικό επιθέτων και ουσιαστικών όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, με μεγάλη παραγωγική δύναμη, που συνδέεται με το ρ. ποιῶ. Η παραγωγική σχέση μεταξύ τού ρ. ποιῶ και τών συνθέτων σε ποιός δεν έχει προσδιοριστεί με βεβαιότητα. Το… … Dictionary of Greek
ποιος — ποια, ποιο / ποῑος, ποία, ποῑον, ΝΜΑ και ιων. τ. κοῖος, η, ον, Α (ερωτ. αντων.) χρησιμοποιείται στις ερωτηματικές προτάσεις προκειμένου από την απάντηση να δηλωθεί: 1. η ταυτότητα προσώπου, τόπου ή πράγματος (α. «ποιος ρώτησε;, Εγώ» β. «ποιος… … Dictionary of Greek
ποιός — ά, όν, ΝΜΑ (αόρ. αντων.) το ουδ. ως ουσ. το ποιόν βλ. ποιόν μσν. αρχ. αυτός που έχει μια ποιότητα, κάποια εσωτερικά χαρακτηριστικά γνωρίσματα τα οποία συγκροτούν την ιδιαίτερη φύση του αρχ. (πάντοτε με την αντων. τις) 1. κάποιος, λίγος, λιγοστός … Dictionary of Greek
ποιός — ή, ό γεν. ποιου και ποιανού, ποιας και ποιανής, ερωτ. αντων.: Ποιος ήρθε; – Ποιανού είναι το καπέλο; … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ποιά — ποιός of a certain nature neut nom/voc/acc pl ποιά̱ , ποιός of a certain nature fem nom/voc/acc dual ποιά̱ , ποιός of a certain nature fem nom/voc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ποιόν — ποιός of a certain nature masc acc sg ποιός of a certain nature neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ποῖον — ποῖος of what kind? masc acc sg ποῖος of what kind? neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ποιαῖς — ποιός of a certain nature fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ποιαί — ποιός of a certain nature fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)