Перевод: с греческого на все языки

со всех языков на греческий

ποίμνῃς

  • 21 προβάτιον

    προβάτιον, ου, τό (Aristoph., Pla.+; Plut., Fab. 174 [1, 4]; PTebt 793, 1; 28 [183 B.C.]) dim. of πρόβατον; ‘lamb’ though it is oft. used without dim. sense= sheep (Menand., Her. 26; Plut., Publ. 103 [11, 4] v.l., interchanged w. πρόβατον; Philostrat., Her. p. 133, 5; Celsus 4, 43) J 21:16f v.l. (for the juxtaposition of βόσκειν, ἀρνία, ποιμαίνειν and προβάτια cp. IPriene 362, 17f [IV B.C.] φέρειν τοὺς τὰ πρόβατα βόσκοντας ἀπὸ τῆς ποίμνης ἄρνα). 10:3 P66.—TW.

    Ελληνικά-Αγγλικά παλαιοχριστιανική Λογοτεχνία > προβάτιον

  • 22 ὑστερέω

    ὑστερέω fut. 3 sg. ὑστερήσει LXX; 1 aor. ὑστέρησα; pf. ὑστέρηκα. Pass.: fut. 2 sg. ὑστερηθήσει (ApcMos) 26; 1 aor. ὑστερήθην (fr. ὕστερος, s. three next entries; Eur., Hdt.+; ins, pap, LXX, PsSol 18:2; TestJob 9:5; ApcMos 26; Joseph.; Just., D. 82, 1)
    to miss out on someth. through one’s own fault, to miss, fail to reach, act. (cp. ‘come too late’ Phlegon: 257 Fgm. 36, 1, 3 Jac.) abs. Hb 4:1. ἀπό τινος be excluded from someth. (sim. constr. but difft sense Aesop, Fab. 97 P.=134 H. of a kid lagging behind the rest of the flock and pursued by a wolf ἔριφος ὑστερήσας ἀπὸ ποίμνης) 12:15.
    to be in short supply, fail, give out, lack, act. (Socrat., Ep. 14, 9 [p. 258 Malherbe]; Diosc. 5, 75, 13 ὑστερούσης πολλάκις σποδοῦ; Is 51:14 [marginal note in the Cod. Marchal.] καὶ οὐ μὴ ὑστερήσῃ ὁ ἄρτος αὐτοῦ; PCairZen 311, 5 [250 B.C.] ἵνα μὴ ὑστερήσῃ τὸ μέλι; BGU 1074, 7 [III A.D.] μήτε ὑστερεῖν τι ὑμῖν) ὑστερήσαντος οἴνου J 2:3.—In a striking use w. acc. ἕν σε ὑστερεῖ (lit. ‘one thing puts you later’, ‘laterizes you’, i.e. jeopardizes your securing the inheritance) in your case just one thing is missing Mk 10:21 (cp. the construction 4 below; acc. as Ps 22:1 οὐδέν με ὑστερήσει).
    to be in need, be needy, lack
    act. w. gen. τινός someth. (Demosth. 19, 332 πολλῶν; Phalaris, Ep. 20 H.; PsSol 18:2; Jos., Bell. 2, 617, Ant. 2, 7; PEdg 45 [=Sb 6751], 5 [251/250 B.C.] ξύλων) Lk 22:35. Abs. be in need, be poor D 11:12.
    pass. in act. sense: ὑστερούμενοι Hb 11:37 (TestJob 9:5) unless this belongs in 5 below. Subst. οἱ ὑστερούμενοι those who are poor or needy Hv 3, 9, 2; 4; 6; m 2:4. W. χῆραι Hs 9, 27, 2. W. widow(s) and orphan(s) Hm 8:10; Hs 5, 3, 7.
    to be lower in status, be less than, inferior to, act. w. gen. of comparison (Pla., Rep. 7, 539e ἐμπειρίᾳ τῶν ἄλλων) τινός be inferior to someone 2 Cor 11:5; 12:11.—Abs. 1 Cor 12:24 v.l. (s. under 5b).
    to experience deficiency in someth. advantageous or desirable, lack, be lacking, go without, come short of
    act. τί ἔτι ὑστερῶ; what do I still lack? in what respect do I still fall short? Mt 19:20 (cp. the construction in 2 above) (Phillips: ‘What is still missing in my life?’; cp. Ps 38:5).
    pass. w. gen. of thing (Diod S 18, 71, 5; ApcMos 26; Jos., Ant. 15, 200) Ro 3:23; Dg 5:13 (opp. περισσεύειν); IEph 5:2. Also ἔν τινι 1 Cor 1:7. Abs. (Sir 11:11) Lk 15:14; 1 Cor 8:8 (opp. περισς.); 2 Cor 11:9; Phil 4:12 (opp. περισς.); B 10:3. Ptc. 1 Cor 12:24.—DELG s.v. ὕστερος. M-M. TW. Spicq.

    Ελληνικά-Αγγλικά παλαιοχριστιανική Λογοτεχνία > ὑστερέω

См. также в других словарях:

  • ποίμνης — ποίμνη flock fem gen sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ποίμνῃς — ποίμνη flock fem dat pl (epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • паства — ПАСТВ|А (17), Ы с. 1.Пастбище: и водоноснаго осла на паству изводѧ же и въводѧ. Пр 1383, 5б; телци же тучными ѿ паствъ. и козлѧты ѿ ста(д) ѹмащатисѧ (βουκολίων) ГБ к. XIV, 102б. 2. Стадо: и вълкы ѿ паствы изгъна. (τῆς ποίμνης) КЕ XII, 263б; ||… …   Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)

  • κοπάδι — το (Μ κοπάδι[ν] Α κοπάδιον) νεοελλ. μσν. (για ζώα) πλήθος, αγέλη 2. ποίμνιο («οι λύκοι ρήμαξαν τα κοπάδια») νεοελλ. 1. ασύντακτο, άτακτο πλήθος ανθρώπων, συρφετός, μπουλούκι 2. φρ. «έχει ένα κοπάδι παιδιά» λέγεται για πολυτέκνους αρχ. τεμάχιο,… …   Dictionary of Greek

  • μηλίτης — Αλκοολούχο ποτό που παρασκευάζεται με ζύμωση χυμού μήλων, αλλά και άλλων φρούτων, όπως τα αχλάδια. Ο χυμός εξάγεται από τα μήλα ή τα άλλα φρούτα, με πίεση είναι μέτρια οινοπνευματούχος, ελαφρά ξινός στη γεύση, μπορεί ωστόσο να έχει ποικίλα και… …   Dictionary of Greek

  • προεξάρχω — ΝΜΑ 1. κατέχω την πρώτη θέση, προηγούμαι, είμαι επικεφαλής, πρωτοστατώ (α. «συνοδικό συλλείτουργο προεξάρχοντος τού Αρχιεπισκόπου» β. «ὁ προεξάρχων τής ποίμνης» γ. «ο προεξάρχων τού χορού») 2. αρχίζω πρώτος, κάνω πρώτος την αρχή. [ΕΤΥΜΟΛ. <… …   Dictionary of Greek

  • στίλος — Α (κατά τον Ησύχ.) «ὁ προηγούμενος τῆς ποίμνης κριὸς». [ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. πιθ. αντί τού τ. κτίλος «κριάρι»] …   Dictionary of Greek

  • υποσπώ — άω, Α [σπάω / σπῶ] 1. αποσπώ, αφαιρώ κάτι από κάτω («ποίμνης νεογνὸν θρέμμ ὑποσπάσας», Ευρ.) 2. αποσύρω κάτι κρυφά 3. μέσ. ὑποσπῶμαι, άομαι αποσπώ κάτι και τό σύρω προς το μέρος μου …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»