-
1 ποθέω
Aποθήμεναι Od.12.110
: [dialect] Ep. [tense] impf.πόθεον Il.2.726
, etc.; alsoποθέεσκον 1.492
, Call.in PSI9.1092.51: [tense] fut.ποθήσω X.Mem.3.11.3
, Oec.8.10, ([etym.] ἐπι-) Hdt.5.93; alsoποθέσομαι Lys.8.18
, Pl.Phd. 98a: [tense] aor. ἐπόθεσα, [dialect] Ep. πόθεσα, inf. ποθέσαι, Il.15.219, Od.2.375, 4.748, ([etym.] προ-) Gal.Thras. 29; , X.HG5.3.20, etc.; both forms in codd. of Hdt.,ἐπόθησε 3.36
,ἐπόθεσαν 9.22
; ἐπόθεσα also in codd. of Isoc.4.122, 19.7: [tense] pf.πεπόθηκα AP11.417
, S.E.M.11.139, etc.:— [voice] Med., S.Tr. 103(lyr.):—[voice] Pass., [tense] pf.πεπόθημαι Orph.H.81.3
, etc.: (cf. πόθος fin.):—long for, yearn after (what is absent), miss or regret (what is lost),φθινύθεσκε.. αὖθι μένων, ποθέεσκε δ' ἀϋτήν τε πτόλεμόν τε Il.1.492
;πόθεόν γε μὲν ἀρχόν 2.703
;τοίην γὰρ κεφαλὴν ποθέω Od.1.343
;π. στρατιᾶς ὀφθαλμὸν ἐμᾶς Pi.O.6.16
, cf. Hdt.3.36, 9.22, etc.;ἄνδρας πόλις ἥδε ποθεῖ IG12.945.10
; ;τὸν δ' ἐμὸν δῆμον ποθῶν Ar.Ach.33
;ποθεῖς τὸν οὐ παρόντα Id.Pl. 1127
; αἱ κνῆμαι.. σου.. τὰς πέδας π. ib. 276; ἡ χώρα αὐτὴ τὸ μὴ ὂν ποθήσει the place itself will miss what is absent, X.Oec.8.10;π. τὰς ἐν τῇ νεότητι ἡδονάς Pl.R. 329a
, cf. Ti. 19a, And. 1.70:—[voice] Pass., S.Tr. 632, etc.; ὦ ποθουμένη (sc. Εἰρήνη) Ar. Pax 586;ποθεῖκαὶ ποθεῖται Pl.Phdr. 255d
.2 of things, crave, require,τί γὰρ π. τράπεζα; E.Fr. 467
;π. ἡ ἀπόκρισις ἐρώτησιν τοιάνδε Pl.Smp. 204d
, cf. Prt. 352a.II c. inf., to be anxious to do, E.Hec. 1020, Antipho5.64, X.An.6.4.8; τὸ νοσοῦν ποθεῖ σε ξυμπαραστάτην λαβεῖν my sickness needs to take thee.., S.Ph. 675; ἆρα ἔτι ποθοῦμεν μὴ ἱκανῶς δεδεῖχθαι; do we still feel that it has not been satisfactorily proved? Pl.Lg. 896a:—[voice] Pass., ποθεῖται.. λεχθῆναι requires to be stated, Arist.EN 1097b23.III abs., love with fond regret,οἱ δὲ ποθεῦντες ἐν ἤματι γηράσκουσι Theoc.12.2
, cf. Luc.Im.22, etc.3 [voice] Med. only in ib. 103(lyr.), ποθουμένα φρήν the longing soul, cf. Eust.806.56.
См. также в других словарях:
ποθώ — έω, ΝΜΑ, και αιολ. τ. ποθήω, Α 1. επιθυμώ έντονα κάτι που στερήθηκα (α. «ποθούσα να ξαναδώ τη μάνα μου» β. «ποθείς τὸν οὐ παρόντα καὶ μάτην καλεῑς», Αριστοφ.) 2. έχω έντονη ερωτική επιθυμία («καὶ συνοῡσαν αὐτῷ ποθεῑν αὐτόν», λουκ.) 3. επιθυμώ,… … Dictionary of Greek