Перевод: с русского на все языки

со всех языков на русский

πού+είναι

  • 121 быть

    быть 1) (существовать) είμαι, υπάρχω 2) (находиться) είμαι, βρίσκομαι· где вы
    * * *
    1) ( существовать) είμαι, υπάρχω
    2) ( находиться) είμαι, βρίσκομαι

    где вы бы́ли? — πού είσαστε

    3) ( иметься) έχω, υπάρχω

    у меня́ не́ было свобо́дного вре́мени — δεν είχα ελεύθερη ώρα

    в библиоте́ке есть мно́го ре́дких книг — στη βιβλιοθήκη υπάρχουν πολλά σπάνια βιβλία

    4) (в знач. связки)

    он был учи́телем — ήτανε δάσκαλος

    ••

    так и быть! — ας είναι!, έστω!

    мо́жет быть — ίσως, πιθανό

    бу́дьте (так) добры́... — έχετε την καλοσύνη…

    бу́дьте здоро́вы! — γεια σας!

    Русско-греческий словарь > быть

  • 122 быть

    быть
    несов
    1. (существовать) ὑπάρχω, ζῶ, ὑφίσταμαι/ ἔχω (иметься, быть в наличии):
    у него есть опыт αὐτός ἔχει πείρα; есть люди, которые... ὑπάρχουν ἀνθρωποι, πού...;
    2. (находиться) είμαι, βρίσκομαι;
    3. (происходить, состояться) γίνομαι, λαβαίνω (или λαμβάνω) χώραν:
    заседание будет в среду ἡ συνεδρίαση θά γίνει (или θά λάβει χώραν) τήν Τετάρτή
    4. (в знач. связки) είμαι:
    он был служащим ήταν ὑπάλληλος; ◊ так и \быть ἐστω, ἄς εἶναι, καλά; может \быть πιθανόν, μπορεί, ίσως; будь что будет! ὅ, τι θέλει ἀς γίνει!; как бы то ни было ὁπως καί να ' χει τό πράγμα.

    Русско-новогреческий словарь > быть

  • 123 возмутительно

    возмути́тельн||о
    1. нареч ἀνυπόφορα, πού προκαλεί ἀγανάκτηση·
    2. предик безл μοῦ προκαλεί ἀγανάκτηση, εἶναι ἀνυπόφορο.

    Русско-новогреческий словарь > возмутительно

  • 124 двор

    двор
    я
    1. ἡ αὐλή, τό προαύλιο[ν], ὁ περίβολος:
    задний \двор ἡ πίσω αὐλή, τό ὀπισθαύλιο· проходной \двор ἡ ἀνοιχτή αὐλή·
    2. эк. (крестьянское хозяйство) τό ἀγροτικό[ν] νοικοκυριό:
    деревня в сто \дворо́в χωριό μ' ἐκατό σπίτια, χωριό μ' ἐκατό νοικοκυριά·
    3. (царский) ἡ αὐλή· ◊ постоялый \двор уст. τό χάνι, τό πανδοχείο· монетный \двор τό νομισματοκοπείο· птичий \двор τό κοτέτσι, ὁ ὀρνιθώνας· скотный \двор а) ὁ σταΰλος, τό ἀχοῦρι, б) τό βουστάσιο (коровник)· на \дворе́ (на улице) ἔξω· весна на \дворе Εφτασε ἡ ἀνοιξη· на \дворе мороз ἔξω κάνει παγωνιά· у него́ ни кола ни\двора εἶναι ἀστεγος, δέν ἔχει ποῦ τήν κεφαλήν κλίναν быть (прийтись) не ко \двору́ δέν ταιριάζω.

    Русско-новогреческий словарь > двор

  • 125 знающий

    знающий
    1. прич. от знать Г
    2. прил καπάτσος/ Εμπειρος (опытный):
    он \знающий человек εἶναι ἄνθρωπος πού ξέρει.

    Русско-новогреческий словарь > знающий

  • 126 мудрено

    мудрено
    предик безл πολύ δύσκολο, ἀδύνατο:
    на него \мудрено угодить εἶναι δύσκολο νά τόν Ικανοποιήσεις· не \мудрено, что... τίποτε τό περίεργο πού...

    Русско-новогреческий словарь > мудрено

  • 127 нажнвной

    нажнвн||ой
    прил:
    это дело \нажнвнойо́е разг αὐτό εἶναι πράγμα πού ἀποχτιέται.

    Русско-новогреческий словарь > нажнвной

  • 128 настолько

    настолько
    нареч τόσο[ν], τοσούτον, σέ τέτιο βαθμό, σέ τέτιο σημείο:
    \настолько... насколько... τόσον... ὅσον...· \настолько что... τόσον ὡστε, ούτως ὡστε...· он \настолько занят делами что... εἶναι τόσο ἀπασχολημένος μέ τίς ὑποθέσεις πού...· я не \настолько глуп, чтобы... δέν εἶμαι τόσο κουτός γιά νά...

    Русско-новогреческий словарь > настолько

См. также в других словарях:

  • πού — ποῡ, ΝΜΑ, και ιων. τ. κοῡ, Α (ερωτ. επίρρ. που εισάγει ευθείες ή πλάγιες ερωτ. προτάσεις) 1. (με τοπ. σημ.) σε ποιο μέρος, σε ποιον τόπο (α. «πού μένεις;» β. «ποῡ τὰς Ἀθήνας φασὶν ἱδρῡσθαι χθονός», Αισχύλ.) 2. (με τροπ. σημ.) πώς, με ποιον τρόπο …   Dictionary of Greek

  • που — (I) και ιων. τ. κου και αιολ. τ. ποι, Α (αόρ. εγκλιτ. επίρρ.) 1. κάπου, σε κάποιο τόπο («ἐμβαλεῑν που τῆς χώρας», Ξεν.) 2. σε κάποιο βαθμό («καὶ πού τι καὶ ή ἀπειρία πρῶτον ναυμαχούντας ἔσφηλεν», Θουκ.) 3. (με αριθμτ.) περίπου, πάνω κάτω («ἔτεα… …   Dictionary of Greek

  • που — 1. αναφορ. αντων., άκλ. για κάθε γένος, πτώση και αριθμό, ο οποίος, η οποία, το οποίο. 2. αναφορ. τοπ. επίρρ.: Το κλειδί θα το βρεις εκεί που το αφήναμε πάντα. 3. σύνδ. αιτιολ.: Χάρηκα που σε είδα. 4. σύνδ. χρον.: Είναι τόσα χρόνια που περιμένω… …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • Βαλκανική χερσόνησος — Είναι η ανατολικότερη από τις τρεις ευρωπαϊκές χερσονήσους που βρέχονται από τη Μεσόγειο. Τα όριά της είναι μερικώς ακαθόριστα, επειδή δεν υπάρχει ένα σαφές διαχωριστικό φράγμα στα βόρειά της, όπου συνδέεται σε μήκος περίπου 1.200 χλμ. με τον… …   Dictionary of Greek

  • Μουσείο, Αρχαιολογικό Λευκωσίας (Κυπριακό) — Είναι το μεγαλύτερο και σπουδαιότερο αρχαιολογικό μουσείο της Κύπρου. Χτίστηκε μεταξύ των ετών 1908 και 1924, για να στεγάσει τα ευρήματα των επίσημων ανασκαφών, που είχαν αρχίσει μόλις λίγα χρόνια πριν και βρίσκεται στη διεύθυνση Μουσείου 1,… …   Dictionary of Greek

  • συγγένεια — Είναι δεσμός κοινής καταγωγής με τον οποίο ο νόμος συνδέει ορισμένα δικαιώματα και υποχρεώσεις (A.K. 1463, 1464). Η σ. είναι «εξ αίματος» ή «εξ αγχιστείας»: η πρώτη έχει ως έρεισμα την κοινότητα του αίματος και μπορεί να είναι «κατευθείαν… …   Dictionary of Greek

  • προφυλάκιση — Είναι η προληπτική κράτηση του κατηγορουμένου μέχρι την ημέρα της ποινικής δίκης. Στην π. διακρίνεται η τοποθέτηση δύο μεγάλων αρχών που διέπουν την ποινική δικαιοδοσία του κράτους: της αρχής της προσωπικής ελευθερίας, που πρέπει να χαίρεται και… …   Dictionary of Greek

  • μικροεπεξεργαστής — Είναι η κεντρική μονάδα επεξεργασίας (CPU) των μικροϋπολογιστών για τη σχεδίαση και την κατασκευή της οποίας έχει χρησιμοποιηθεί μόνο ένα ολοκληρωμένο κύκλωμα (τσιπ). Ο μ. αποτελεί τη βασική μονάδα εκτέλεσης υπολογισμών και ελέγχου ενός… …   Dictionary of Greek

  • χάος — Είναι η αντίληψη για τα πρωταρχικά στοιχεία, που υπήρχαν πριν από τη δημιουργία του κόσμου. Για τους Βαβυλώνιους, τους Αιγύπτιους, τους Φοίνικες, και τους Εβραίους, το πρωταρχικό στοιχείο είναι το νερό. Πραγματικά, σύμφωνα με την Αγία Γραφή… …   Dictionary of Greek

  • χαός — Είναι η αντίληψη για τα πρωταρχικά στοιχεία, που υπήρχαν πριν από τη δημιουργία του κόσμου. Για τους Βαβυλώνιους, τους Αιγύπτιους, τους Φοίνικες, και τους Εβραίους, το πρωταρχικό στοιχείο είναι το νερό. Πραγματικά, σύμφωνα με την Αγία Γραφή… …   Dictionary of Greek

  • ωαγωγός — Είναι ο καθένας από τους δύο μυώδεις σωλήνες, οι οποίοι αποτελούν την ωοθήκη μαζί με τη μήτρα. Με το χοανοειδές κροσσωτό στόμιό τους, που βρίσκεται προς τις ωοθήκες, οι ω. αναρροφούν, κατά κάποιον τρόπο, τα ωάρια και τα μεταφέρουν στην κοιλότητα… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»