-
101 θυελλό-πους
θυελλό-πους, οδος, = ἀελλόπους, ἵπποι Nonn. D. 37, 441.
-
102 λασιό-πους
λασιό-πους, - ποδος, rauchfüßig, conj. für δασύπους, Babr. 69, 1.
-
103 λεπτό-πους
λεπτό-πους, - πουν, gen. - ποδος, dünn-, schlanksüßig, Schol. Ar. Av. 1292.
-
104 λευκό-πους
λευκό-πους, - ποδος, weißfüßig, Βάκχαι, mit nackten Füßen; Eur. Cycl. 72; Ar. Lys. 665; Ὀρέστης Anacr. 8, 5.
-
105 λειό-πους
-
106 λεοντό-πους
λεοντό-πους, - πουν, gen. - ποδος, löwenfüßig, Eur. frg. bei Ath. XV, 701 c; vgl. Ael. H. A. 12, 7.
-
107 λαμπρό-πους
λαμπρό-πους, ποδος, mit glänzenden Füßen, Erkl. von ἀργυρόπεζα, Schol. Il. 1, 538.
-
108 λαγώ-πους
-
109 θηλύ-πους
-
110 αὐτό-πους
-
111 μῡριό-πους
μῡριό-πους, ποδος, zehntausendfüßig, mit unzählig vielen Füßen, zehntausend Fuß lang, breit, Theophr. u. A.
-
112 ἀρσί-πους
-
113 ὀρσί-πους
-
114 ἀρτί-πους
-
115 ἀργυρό-πους
ἀργυρό-πους, ποδος, silberfüßig, δίφρος Dem. 24, 129; s. Harpocr.; κλῖναι Xen. An. 4, 4, 21; φορεῖον Pol. 31, 3.
-
116 ἀργί-πους
-
117 ἀροτρό-πους
ἀροτρό-πους, οδος, ὁ, Pflugschaar, LXX.
-
118 ὀρθό-πους
-
119 ὀφιό-πους
-
120 ἀντί-πους
ἀντί-πους, οδος, mit entgegengekehrten Füßen, Plat. Tim. 63 a; οἱ ἀντίποδες, die Gegenfüßler, Plut. fac. orb. lun. 7; Cic. Acad. II, 39.
См. также в других словарях:
πούς — foot masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πους — Όρος που δηλώνει τη μετρική μονάδα των ελληνικών και λατινικών στίχων. Διακρίνουμε στους π. μία άρση (ισχυρή συλλαβή, συνήθως μακρά, στην οποία πέφτει ο ρυθμικός τόνος) και μία θέση (ασθενή συλλαβή). Η βραχεία συλλαβή (υ) υπολογιζόταν ως μετρική… … Dictionary of Greek
πους (πόδι) — Μονάδα μήκους· ρωμαϊκός = 0,296 μ., παρισινός = 0,3248 μ., αγγλικός, ρωσικός, αμερικανικός 0,304 μ … Dictionary of Greek
Ἀλλ’ οὐδεὶς οἶδεν ὅπου με θλίβει ποῦς. — См. У всякого своя блошка … Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)
Ρεγιέ, Zορζ Aντουάν Πους — (Rayet, 1839 – 1906). Γάλλος αστρονόμος. Αρχικά διορίστηκε έκτακτος αστρονόμος και τμηματάρχης της μετεωρολογικής υπηρεσίας του αστεροσκοπείου του Παρισιού. Το 1874 διορίστηκε στο πανεπιστήμιο της Μασσαλίας και το 1876 στο Μπορντό όπου, μετά από… … Dictionary of Greek
ποδοῖιν — πούς foot masc gen/dat dual … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ποδοῖν — πούς foot masc gen/dat dual … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ποδός — πούς foot masc gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ποσσί — πούς foot masc dat pl (epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ποσσίν — πούς foot masc dat pl (epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ποσί — πούς foot masc dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)