-
1 ποτικός
ποτικός zum Trinken gehörig, geneigt, Sp., wie Plut. Demetr. 1; ποτικῶς ἔχειν αὐτῷ τὸ σῶμα, 36.
См. также в других словарях:
ποτικῶς — ποτικός fond of drinking adverbial … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ποτικός — ή, όν, Α [πότος] 1. αυτός που τού αρέσει να πίνει, ο επιρρεπής στο ποτό («γενόμενοι δ ὁμοίως ἐρωτικοί, ποτικοί, στρατιωτικοί, μεγαλόδωροι», Πλούτ.) 2. αυτός που μπορεί να πιει πολύ, μεγάλος πότης 3. το αρσ. ως ουσ. ὁ ποτικός ο εύθυμος σύντροφος… … Dictionary of Greek