Перевод: со всех языков на все языки

со всех языков на все языки

ποτά

  • 81 выпивка

    [βύπιφκα] ουσ θ ποτά

    Русско-эллинский словарь > выпивка

  • 82 безалкогольный

    επ.
    μη αλκοολικός•

    -ые напитки τα μη οινοπνευματώδη ποτά.

    Большой русско-греческий словарь > безалкогольный

  • 83 булыжный

    επ.
    πέτρινος,λίθινος, με ποτα-μόπετρες•

    -ая мостовая λιθόστρωτος δρόμος, λιθόστρωτο, καλντερίμι.

    Большой русско-греческий словарь > булыжный

  • 84 воздержать

    -ржу, -ержишь, ρ.σ.μ. παλ. συγκρατώ (από κάποια ενέργεια).
    συγκρατιέμαι• απέχω, αποφεύγω•

    воздержать от спиртных напитков απέχω από τα οινοπνευματώδη ποτά, αποφεύγω τα πιοτά.

    || συγκρατώ (πάθος, αισθήματα)•

    воздержать от гневы συγκρατώ το θυμό.

    || απέχω, ψηφίζω λευκό, κρατώ ουδετερότητα•

    -лись трое δεν ψήφισαν(ή ψήφισαν λευκό)τρεις.

    Большой русско-греческий словарь > воздержать

  • 85 выпивать

    ρ.δ.
    1. βλ. вшить.
    2. μου αρέσει να πίνω λίγο (όχι για μέθη).
    πίνω οινοπνευματώδη ποτά.

    Большой русско-греческий словарь > выпивать

  • 86 выпивка

    θ.
    1. βλ. выпивание. || γλέντι, διασκέδαση.
    2. οινοπνευματώδη ποτά.

    Большой русско-греческий словарь > выпивка

  • 87 выпить

    -пью, -пьешь, προστκ. выпей ρ.σ.
    1. μ. πίνω•

    выпить стакан воды πίνω ένα ποτήρι, νερό•

    выпить до дна πίνω ως τόν πάτο.

    2. αμ. πίνω (οινοπνευματώδη ποτά). || μεθώ•

    он выпил αυτός έπιε.

    Большой русско-греческий словарь > выпить

  • 88 горячий

    επ., βρ: -ряч, -а, -о.
    1. θερμός, ζεστός. || καυτός, καυτερός, ζεματιστός. || μτφ. διακαής, ένθερμος, διάπυρος•

    -ее желание διακαής πόθος.

    2. μτφ. θερμός•

    горячий привет θερμός χαιρετισμός•

    горячий защитник θερμός υποστηριχτής.

    || ζωηρός•

    горячий спор ζωηρή συζήτηση.

    || μεγάλος•

    горячий поклонник μεγάλος θαυμαστής, λάτρης.

    || οξύθυμος, θυμικός•

    -ая голова θερμόαιμος, θερμοκέφαλος.

    || σφοδρός•

    -ая любовь σφοδρός έρωτας.

    3. ευέξαπτος, ευερέθιστος, ευδιέγερτος, αράθυμος, τσινιάρης. || ορμητικός, ακράτητος, ατίθασος (για άλογα).
    4. εντατικός (γιά καιρό, εποχή)•

    -ая пора καιρός εντατικής δουλείας (θέρος-τρύγος• πόλεμος)•

    -ие дни μέρες φούριας.

    5. καυτός•

    -ая обработка металла καυτό δούλεμα μετάλλου.

    6. ουσ. ουδ. -ее το ζεστό φαγητό.
    εκφρ.
    - ая кровь у кого – ο θερμόαιμος•
    - ие напиткиπαλ. οινοπνευματώδη ποτά•
    по -им следам – α) στα νωπά ίχνη. β) αμέσως μετά (από ένα γεγονός)•
    под -ую руку (попасть) – πέφτω επάνω σε εξοργισμένο.

    Большой русско-греческий словарь > горячий

  • 89 дерябнуть

    ρ.σ. (απλ.) τραβώ, αποσπώ, αρπάζω απότομα. || (για οινοπν. ποτά) πίνω, κατεβάζω μονοκοπανιά.

    Большой русско-греческий словарь > дерябнуть

  • 90 зарок

    α.
    όρκος•

    он дал зарок не пить αυτός ορκίστηκε να μη ξαναπιεί (οιν. ποτά)•

    я взял с него, что он не будет курить τον έκανα να ορκιστεί οτι θα κόψει-το τσιγάρο•

    он положил на себя зарок не играть в карты ορκίστηκε να μη ξαναπαίξει, χαρτιά.

    Большой русско-греческий словарь > зарок

  • 91 капля

    -и, γεν. πλθ. -пель, δοτ. -плям θ.
    1. σταγόνα, σταλαματιά, στάλα• ρανίδα•

    -и дожди σταγόνες βροχής•

    -и росы δροσοσταγόνες•

    сердечные -и σταγόνες για την καρδιά.

    2. ως επίρ. каплю λίγο, ελάχιστα, μια σταλιά ή μια σταγόνα.
    εκφρ.
    капля в море – σταγόνα στον ωκεανό (μηδαμινή ποσότητα)•
    капля за -ей ή капля по -е – σταλαματιά-σταλαματιά, λίγο-λίγο, σκαλί-σκαλί, βαθμιαία•
    до последней -и крови – μέχρι τελευταίας ρανίδας του αίματος•
    ни -и – ούτε σταγόνα, καθόλου•
    - и в рот не брать – δε βάζω σταλιά στο στόμα, δεν πίνω καθόλου οινοπνευματώδη ποτά•
    как две -и воды (похож на кого) – πανόμοιος, πανομοιότατος, ίδιος κι απαράλλακτος.

    Большой русско-греческий словарь > капля

  • 92 крепкий

    επ., βρ: -пок
    -πκό, -πκο.
    1. γερός, σκληρός•

    крепкий орех σκληρό καρύδι•

    -ое дерево σκληρό ξύλο•

    -ая ткань γερό ύφασμα•

    организм γερός οργανισμός.

    || στερεός, στέρ-γιος, σταθερός, ακούνητος. || μτφ. σίγουρος• πιστός.
    2. δυνατός, ισχυρός•

    крепкий ветер σφοδρός άνεμος•

    крепкий мороз δυνατό κρύο.

    3. πηχτός, μεγάλης ποσότητας ή περιεκτικότητας•

    крепкий кофе βαρύς καφές•

    крепкий раствор ισχυρό διάλυμα•

    крепкий уксус δυνατό ξίδι•

    крепкий табак βαρύς καπνός•

    -ое вино δυνατό κρασί.

    εκφρ.
    - ая дисциплина – γερή πειθαρχία•
    - ие напитки – οινοπνευματώδη ποτά•
    -ое слово ή словцо – υβριστική λέξη•
    - сон – βαθύς ύπνος•
    крепок на ухо – ο βαρόκοος.

    Большой русско-греческий словарь > крепкий

  • 93 навынос

    επίρ. (για οινοπνευματώδη ποτά)• για κατανάλωση έξω του ποτοπωλείου.

    Большой русско-греческий словарь > навынос

  • 94 непьющий

    -ая, -ее
    επ.
    εγκρατής στο πιοτό, μη πιοτής•

    человек непьющий άνθρωπος που δεν πίνει (οινοπνευματώδη ποτά).

    Большой русско-греческий словарь > непьющий

  • 95 освежительный

    επ., βρ: -лен, -льна, -льно
    δροσιστικός, αναψυκτικός•

    освежительный ветер δροσιστικός άνεμος•

    -ые напитки αναψυκτικά ποτά.

    Большой русско-греческий словарь > освежительный

  • 96 пенный

    επ.
    1. βλ. пенистый.
    2. (για οινοπνευματώδη ποτά) δυνατός.
    ουσ. -ое
    βλ. пенник.

    Большой русско-греческий словарь > пенный

  • 97 переложить

    -ложу, -ложишь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. переложенный, βρ: -жен, -а, -о ρ.σ.μ.
    1. μεταθέτω, μετακινώ, μετατοπίζω βάζω, τοποθετώ αλλού. || αναβάλλω•

    переложить собрание на следующую неделю αναβάλλω τη συνέλευση για την ερχόμενη εβδομάδα.

    2. αναθέτω• επιφορτίζω•

    переложить часть работы на помощника αναθέτω ένα μέρος της δουλειάς στο βοηθό.

    3. εμβάλλω, ενθέτω, βάζω ενδιάμεσα (για προφύλαξη)•

    переложить йблоки стружкой βάζω ενδιάμεσα στα μήλα ροκανίδια.

    4. ξαναβάζω, ξανατοποθετώ• βάζω, τοποθετώ διαφορετικά. || ξαναχτίζω•

    -каменную стену ξαναχτίζω τον πέτρινο τοίχο.

    5. παραβάζω, παραρρίχνω•

    переложить сахару παραβάζω ζάχαρη.

    6. παραπίνω (οινοπν. ποτά).
    7. διασκευάζω, αλλάζω, μετατρέπω (για λογοτεχνικό ή μουσικό έργο)•

    переложить стихи прозой μετατρέπω τους στίχους σε πεζό λόγο.

    || παλ. μεταφράζω, ερμηνεύω•

    переложить пушкина по-грчески μεταφράζω τον Πούσκιν στα ελληνικά.

    8. παλ. ξαναζεύω.

    Большой русско-греческий словарь > переложить

  • 98 пить

    пью, пьшь, παρλθ. χρ. пил, пила, пило, (με το αρνητικό μόριο не) не пил, не пила, не пило, не пили;, προστκ. пей, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. питый, βρ: пит, пита, пито;
    ρ.δ.
    1. πίνω•

    пить воду πίνω νερό•

    пить молоко πίνω γάλα•

    пить опить ξαναπίνω•

    пить на здоровье... πίνω στην υγεία...

    μτφ. ρουφώ, τραβώ.
    2. πίνω οινοπνευματώδη ποτά.• μεθώ•

    он пьт αυτός πίνει.

    εκφρ.
    пить залпом – πίνω μονορούφι, μονοκοπανιά•
    дать пить – (απλ.) α) δίνω μάθημα, τιμωρώ, συγυρίζω, περιποιούμαι (καλά); β) προξενώ ζημιά, βλάβη•
    пей да делоπαρμ. πίνε, όμως να μή σε πίνει (να μη παραλογείς)•
    как пить дать (дадут) – σίγουρα, οπωσδήποτε, απαραίτητα.
    1. πίνομαι.
    2. επιθυμώ, θέλω να πιώ.
    ουδ.
    βλ. питие.

    Большой русско-греческий словарь > пить

  • 99 подвыпить

    ρ.σ. (για οινοπν. ποτά)• πίνω λίγο.
    (απλ.) μεθώ λίγο.

    Большой русско-греческий словарь > подвыпить

  • 100 пропить

    -пыо, -пьшь, παρλθ. χρ. пропил, пропила, пропило, προστκ. пропей, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. пропитый, βρ: -пит, -а, -о κ. пропитый, βρ: -пит, -а, -о
    ρ.σ.μ.
    1. δαπανώ, ξοδεύω, χαλνώ, σπαταλώ στο πιοτί πίνω•

    он -ил своё платье αυτός έπιε και τα ρούχα του ακόμα.

    2. βλάπτω από το πιοτί•

    пропить голос χαλνώ τη φωνή από το πιοτί•

    пропить талант καταστρέφω το ταλέντο με το πιοτί.

    3. πίνω οινοπνευματώδη ποτά (για ένα χρον. διάστημα)•

    пропить всю ночь πίνω όλη τη νύχτα.

    4. παλ. πίνω για τα αρραβωνίσια ή στην υγεία της αρραβωνιασμένης.
    ξοδεύω κλπ. ρ. ενεργ. φωνής.

    Большой русско-греческий словарь > пропить

См. также в других словарях:

  • ποτά — ποτα , ποτέ aeolic (enclitic indeclform particle) ποτά̱ , ποτή flight fem nom/voc/acc dual ποτά̱ , ποτή flight fem nom/voc sg (doric aeolic) ποτόν drunk neut nom/voc/acc pl ποτός drunk neut nom/voc/acc pl ποτά̱ , ποτός drunk fem nom/voc/acc dual… …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πότα — πότᾱ , πότης drinker masc nom/voc/acc dual πότης drinker masc voc sg πότᾱ , πότης drinker masc gen sg (doric aeolic) πότης drinker masc nom sg (epic) ποτα , ποτέ aeolic (enclitic indeclform particle) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πότα — Α (ακλ. τ.) βλ. πότε …   Dictionary of Greek

  • ποτα — ποτέ aeolic (enclitic indeclform particle) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αεριούχα ποτά — Διάφορα αναψυκτικά που περιέχουν ανθρακικό οξύ. Παράγονται από κιτρικό ή τρυγικό οξύ και σόδα διαλυμένα σε οξυανθρακικό ύδωρ, στα οποία προστίθενται διάφορα αιθέρια έλαια (φυσικά ή τεχνητά) από λεμόνι, πορτοκάλι κλπ. και σιρόπι ζάχαρης. Πολλές… …   Dictionary of Greek

  • ποτάμων — ποτά̱μων , πρόσ ἀμάω 1 reap corn imperf ind act 3rd pl (epic doric aeolic) ποτά̱μων , πρόσ ἀμάω 1 reap corn imperf ind act 1st sg (epic doric aeolic) ποτά̱μων , πρόσ ἀμάω 1 reap corn imperf ind act 3rd pl (epic doric aeolic) ποτά̱μων , πρόσ ἀμάω… …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ποτ' — ποτᾰ , ποτέ aeolic (enclitic indeclform particle) ποτε , ποτέ enclitic indeclform (particle) ποτά̱ , ποτή flight fem nom/voc/acc dual ποτά̱ , ποτή flight fem nom/voc sg (doric aeolic) ποταί , ποτή flight fem nom/voc pl ποτά , ποτόν drunk neut… …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ποτανεστάταν — ποτᾱνεστάτᾱν , ποτανής fem acc superl sg (doric aeolic) ποτᾱνεστάτᾱν , προσηνής soft fem acc superl sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ποτανόν — ποτᾱνόν , ποτανός winged masc acc sg ποτᾱνόν , ποτανός winged neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ποτάν — ποτά̱ν , ποτή flight fem acc sg (doric aeolic) ποτά̱ν , ποτός drunk fem acc sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ποτάς — ποτά̱ς , ποτή flight fem acc pl ποτά̱ς , ποτός drunk fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»