-
1 πορθμηιον
-
2 πορθμειον
ион. πορθμήϊον τό2) место переправы, перевозπορθμήϊα τὰ Κιμμέρια или Κιμμερικά Her. — Киммерийская переправа (см. Κιμμέριος и Πορθμήϊα)
3) плата за переправу Luc.
См. также в других словарях:
πορθμήιον — πορθμήϊον , πορθμεῖον place for crossing neut nom/voc/acc sg (ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πορθμήϊον — τὸ, Α ιων. τ. βλ. πορθμείο … Dictionary of Greek
Charon's obol — Charon and Psyche (1883), a pre Raphaelite interpretation of the myth by John Roddam Spencer Stanhope Charon s obol is an allusive term for the coin placed in or on the mouth[1] of a dead person before burial. According to … Wikipedia
πορθμείο — το / πορθμεῑον, ιων. τ. πορθμήϊον, ΝΑ [πορθμός] 1. τόπος διαπόρθμευσης, δηλ. το σημείο απ όπου περνά κάποιος από ακτή σε ακτή ή από όχθη σε όχθη, πέραμα 2. σκάφος με το οποίο περνά κάποιος στην απέναντι όχθη ή ακτή («καὶ πορθμεῑα ἀνθρώπων μεστά,… … Dictionary of Greek