-
1 πορφυρ-ανθής
πορφυρ-ανθής, ές, mit purpurner Blüthe, κρίνα, Theophr. bei Ath. XV, 681 b.
-
2 πορφυρ-άνθεμος
πορφυρ-άνθεμος, = Folgdm, Plut. de fluv. 7, 4.
-
3 πορφυρ-ώδης
πορφυρ-ώδης, ες, = πορφυροειδής, sp. D.
-
4 πορφυρανθής
πορφυρ-ανθής, ές, u. πορφυρ-άνθεμος, mit purpurner Blüte
См. также в других словарях:
Porphyrie — Klassifikation nach ICD 10 E80 Störungen des Porphyrin und Bilirubinstoffwechsels … Deutsch Wikipedia
Τελεσφορίων — ωνος, ὁ, Α ονομασία θεότητας. [ΕΤΥΜΟΛ. < τελεσφόρος + επίθημα ίων (πρβλ. πορφυρ ίων] … Dictionary of Greek
ένας — (I) ἔνας και δωρ. τ. ἔνος (Α) την τρίτη ημέρα, μεθαύριο. (II) μία και μια, ένα και εις, μία, εν (AM εἷς, μία, ἕν, Μ και ἕνας, μία, ἕνα) 1. αριθμητικό που εκφράζει την έννοια τής μονάδας («εἷς βασιλεύς», Ομ.) 2. συχνά με έμφαση («πιστεύω εἰς ἕνα… … Dictionary of Greek
ίσαμε — (Μ ἴσαμε) επίρρ. (για τόπο ή χρόνο) α) έως, μέχρι (i. «κι άδειος ο δρόμος πέρα, ίσα με πέρα», Πορφύρ. ii. «ἱσαμε αύριο») β) ώσπου («ἱσαμε να τόν δω, έφυγε) 2. (σε σύγκριση) σαν (α. «η πέτρα ήταν ίσαμε ένα αβγό» β. «αυτός είναι ίσαμε τον αδελφό… … Dictionary of Greek
ευάνθεμος — εὐάνθεμος, ον (Α) 1. αυτός που είναι γεμάτος άνθη, ο ανθηρός 2. το ουδ. ως ουσ. τό ευάνθεμον φυτό που μοιάζει με το χαμομήλι. [ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + άνθεμος (< άνθεμον «άνθος») πρβλ. πορφυρ άνθεμος, φιλ άνθεμος] … Dictionary of Greek
ησκιογλιστρώ — άω (ποιητ. τ.) γλιστρώ σαν ήσκιος, γλιστρώ χωρίς να γίνω αντιληπτός ή με μεγάλη ευκολία («τα σύννεφα... ησκιογλιστρούσαν στις πλαγιές θλιμμένα», Πορφύρ.) … Dictionary of Greek
ιερουργώ — (ΑΜ ἱερουργῶ, έω) [ιερουργός] τελώ θρησκευτικές τελετές ως ιερέας, ιδίως τελώ τη θεία λειτουργία, τελώ καθήκοντα ιερέα («στις μεγάλες εορτές έρχεται και ιερουργεί ο δεσπότης») νεοελλ. φρ. «ιερουργούμενοι ναοί» οι λειτουργούμενοι τακτικά ναοί αρχ … Dictionary of Greek
καθάπερ — (AM καθάπερ, Α και καθαπερεί και καθαπερανεί, ιων. τ. κατάπερ) (αντί καθ ἅπερ) 1. καθώς, όπως ακριβώς («καθάπερ αὐτὸς ἐπριάμην», Δημοσθ.) 2. ωσάν, σαν («μάχαιραν καθάπερ» σαν μαχαίρι, Πορφύρ.) … Dictionary of Greek
καματερός — ή, ό (Μ καματερός, ή, όν) 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον κάματο, καματάρικος, ο κατάλληλος για κοπιαστική δουλειά («άλογα καματερά») 2. το θηλ. ως ουσ. η καματερή εργάσιμη μέρα, καθημερινή 3. το ουδ. ως ουσ. το καματερό α) βόδι κατάλληλο… … Dictionary of Greek
καρτερόεις — καρτερόεις, εσσα, εν (Α) καρτερός*. [ΕΤΥΜΟΛ. < καρτερός + (ό)εις (πρβλ. αργυρ όεις, πορφυρ όεις)] … Dictionary of Greek
κατάπτωμα — κατάπτωμα, τὸ (AM) [καταπίπτω] μσν. παράπτωμα, σφάλμα αρχ. 1. αυτό που κατέπεσε 2. κατάπτωση 3. (για ασθένεια) αποπληξία, ταμπλάς 4. (φιλοσ.) (στους νεοπλατωνικούς) αυτός που αποτελεί το κατώτατο όριο κάποιου πράγματος («τὸ κατάπτωμα τοῡ ὄντος μὴ … Dictionary of Greek