-
1 πολυ-πονία
πολυ-πονία, ἡ, viele Arbeit od. Anstrengung, Plat. Riv. 133 e.
-
2 σῑτο-πονία
σῑτο-πονία, ἡ, = σιτοπ οιΐα, Philo.
-
3 φυγο-πονία
φυγο-πονία, ἡ, Arbeitsscheu, Scheu vor Anstrengung, Pol. 3, 79, 4.
-
4 φερε-πονία
φερε-πονία, ἡ, Geduld in der Arbeit, im Ungemach, Appian. praef. 3.
-
5 φιλο-πονία
φιλο-πονία, ἡ, Liebe, Lust zur Arbeit, Arbeitsamkeit; Plat. Rep. VII, 535 c; καὶ καρτερία Alc. I, 122 c; περί τι, Isocr. 1, 45; Pol. 8, 12, 6.
-
6 χειρο-πόνια
χειρο-πόνια, τά, sc. ἱερά, Festtag der Handwerker u. Künstler, Hesych.
-
7 χειρο-πονία
χειρο-πονία, ἡ, Handarbeit (?).
-
8 γεω-πονία
-
9 ματαιο-πονία
ματαιο-πονία, ἡ, das vergebliche Arbeiten; Luc. D. Hort. 10, 8; S. Emp. pyrrh. 2, 206.
-
10 δυς-πονία
-
11 μακρο-πονία
μακρο-πονία, ἡ, lange Mühe, Sp.
-
12 μῑσο-πονία
μῑσο-πονία, ἡ, Arbeitsscheu, Luc. de astrol. 2.
-
13 ἀ-πονία
ἀ-πονία, ἡ, 1) Schmerzlosigkeit, Medic.; auch Plut. oft. – 2) Mangel an Anstrengung, Arbeitsscheu, καὶ βλακεία Xen. Cyr. 2, 2, 25; Arist. rhet. 1, 11; Arbeitslosigkeit, Plut. Rom. 6.
-
14 ὀλιγο-πονία
ὀλιγο-πονία, ἡ, das Wenigarbeiten, Pol. 16, 28, 3.
-
15 ἐπι-πονία
-
16 ἐθελο-πονία
ἐθελο-πονία, ἡ, Liebe zur Arbeit, Arbeitsamkeit, Xen. Oec. 21, 6, l. d.
-
17 ἱστο-πονία
ἱστο-πονία, ἡ, die Arbeit des Webstuhles, Clem. Al.
-
18 χειροπόνια
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > χειροπόνια
-
19 γεη-πονέω
-
20 απονια
ἥ1) бездействие, праздность Xen., Arst., Plut.2) отсутствие страданий Arst., Plut.
См. также в других словарях:
πόνια — η, Ν πόνος, αρρώστια. [ΕΤΥΜΟΛ. < πόνος, κατα τα συμπόνια, ψυχοπόνια κ.λπ.] … Dictionary of Greek
μακροπονία — μακροπονία, ἡ (Α) μεγάλος και συνεχής κόπος, διαρκής φιλοπονία. [ΕΤΥΜΟΛ. < μακρ(ο) * + πονία (< πόνος), πρβλ. ματαιο πονία] … Dictionary of Greek
οδοντοπονία — ὀδοντοπονία, ἡ (Μ) η λειτουργία τών δοντιών, η μάσηση. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὀδούς, ὀδόντος + πονία (< πόνος < πόνος), πρβλ. γεω πονία] … Dictionary of Greek
υδροπονία — η, Ν σύστημα καλλιέργειας τών φυτών κατά το οποίο αυτά αναπτύσσονται έχοντας βυθισμένες τις ρίζες τους μέσα σε νερό στο οποίο έχουν διαλυθεί θρεπτικά άλατα, χωρίς να γίνεται χρήση τού εδάφους, αλλ. υδροπονική καλλιέργεια ή ανεδαφική καλλιέργεια ή … Dictionary of Greek
χειροπονία — ἡ, Μ η χειρωνακτική εργασία. [ΕΤΥΜΟΛ. < χειρ(ο) * + πονία (< πονος < πόνος), πρβλ. ψυχο πονία] … Dictionary of Greek
ωμοπονία — ἡ, ΜΑ πόνος τών ώμων. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὦμος + πονία (< πονος < πόνος), πρβλ. φυγο πονία] … Dictionary of Greek
ЭПИКУР — • Epicūrus, Έπίκουρος, основатель названной по его имени эпикурейской философии или школы эпикурейцев (Epicurei, Έπικούρειοι), из аттического дема Гаргетта, родился в 342 г. до Р. X., отправился с отцом своим Неоклом и другими… … Реальный словарь классических древностей
αρνησιπονία — η η αποφυγή των κόπων. [ΕΤΥΜΟΛ. < άρνησις ( η) + πονία < πόνος «κόπος, μόχθος». Η λ. μαρτυρείται από το 1869 στον Ι. Σούτζο] … Dictionary of Greek
οξυπονία — ὀξυπονία, ἡ (Μ) οξύς πόνος, άλγος. [ΕΤΥΜΟΛ. < οξυ * + πονία (< πόνος < πόνος)] … Dictionary of Greek
ψυχοπόνια — η / ψυχοπονία, ΝΑ νεοελλ. συμπόνια, συμπάθεια αρχ. αγωνία τής ψυχής. [ΕΤΥΜΟΛ. < ψυχόπονος. Το αρχ. ψυχοπονία < ψυχή + πονία (< πόνος < πόνος «κόπος»] … Dictionary of Greek