Перевод: с греческого на все языки

со всех языков на греческий

πονία

См. также в других словарях:

  • πόνια — η, Ν πόνος, αρρώστια. [ΕΤΥΜΟΛ. < πόνος, κατα τα συμπόνια, ψυχοπόνια κ.λπ.] …   Dictionary of Greek

  • μακροπονία — μακροπονία, ἡ (Α) μεγάλος και συνεχής κόπος, διαρκής φιλοπονία. [ΕΤΥΜΟΛ. < μακρ(ο) * + πονία (< πόνος), πρβλ. ματαιο πονία] …   Dictionary of Greek

  • οδοντοπονία — ὀδοντοπονία, ἡ (Μ) η λειτουργία τών δοντιών, η μάσηση. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὀδούς, ὀδόντος + πονία (< πόνος < πόνος), πρβλ. γεω πονία] …   Dictionary of Greek

  • υδροπονία — η, Ν σύστημα καλλιέργειας τών φυτών κατά το οποίο αυτά αναπτύσσονται έχοντας βυθισμένες τις ρίζες τους μέσα σε νερό στο οποίο έχουν διαλυθεί θρεπτικά άλατα, χωρίς να γίνεται χρήση τού εδάφους, αλλ. υδροπονική καλλιέργεια ή ανεδαφική καλλιέργεια ή …   Dictionary of Greek

  • χειροπονία — ἡ, Μ η χειρωνακτική εργασία. [ΕΤΥΜΟΛ. < χειρ(ο) * + πονία (< πονος < πόνος), πρβλ. ψυχο πονία] …   Dictionary of Greek

  • ωμοπονία — ἡ, ΜΑ πόνος τών ώμων. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὦμος + πονία (< πονος < πόνος), πρβλ. φυγο πονία] …   Dictionary of Greek

  • ЭПИКУР —    • Epicūrus,          Έπίκουρος, основатель названной по его имени эпикурейской философии или школы эпикурейцев (Epicurei, Έπικούρειοι), из аттического дема Гаргетта, родился в 342 г. до Р. X., отправился с отцом своим Неоклом и другими… …   Реальный словарь классических древностей

  • αρνησιπονία — η η αποφυγή των κόπων. [ΕΤΥΜΟΛ. < άρνησις ( η) + πονία < πόνος «κόπος, μόχθος». Η λ. μαρτυρείται από το 1869 στον Ι. Σούτζο] …   Dictionary of Greek

  • οξυπονία — ὀξυπονία, ἡ (Μ) οξύς πόνος, άλγος. [ΕΤΥΜΟΛ. < οξυ * + πονία (< πόνος < πόνος)] …   Dictionary of Greek

  • ψυχοπόνια — η / ψυχοπονία, ΝΑ νεοελλ. συμπόνια, συμπάθεια αρχ. αγωνία τής ψυχής. [ΕΤΥΜΟΛ. < ψυχόπονος. Το αρχ. ψυχοπονία < ψυχή + πονία (< πόνος < πόνος «κόπος»] …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»