-
1 λοιδορος
См. также в других словарях:
πομπεῖαι — πομπεία leading in procession fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πομπεῖ' — πομπεῖαι , πομπεία leading in procession fem nom/voc pl πομπεῖα , πομπεῖον vessel employed in solemn processions neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πομπεία — ἡ, Α [πομπεύω] 1. το να άγει, να συνοδεύει κανείς πομπή 2. πανηγυρική, θρησκευτική πομπή, συνοδεία, λιτανεία 3. στον πληθ. αἱ πομπεῑαι δηκτικά και χυδαία πειράγματα, βωμολοχίες και χλευασμοί που αντάλλασσαν μεταξύ τους οι άντρες που έπαιρναν… … Dictionary of Greek