-
1 πολυ-γνώριστος
πολυ-γνώριστος, leicht zu erkennen, Eust.
-
2 πολυγνώριστος
См. также в других словарях:
πολυγνώριστος — ον, Μ αυτός που αναγνωρίζεται εύκολα, ευκολογνώριστος. [ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ * + γνώριστος (< γνωρίζω), πρβλ. α γνώριστος] … Dictionary of Greek