-
1 πολύ-πτυχος
πολύ-πτυχος, mit vielen Falten, mit vielen Krümmungen, Schluchten, Thälern; Ὄλυμπος, Il. 8, 411. 20, 5; Hes. Th. 113; Ἴδη, Il. 21, 449. 22, 171; Hes. Th. 1010; Φωκέων χϑών, Eur. I. T. 677; – mit vielen Tafeln, Blättern, vielfach zusammengefaltet, γραμματεῖον, Luc. am. 44.
-
2 πολύπτυχος
πολύ-πτυχος, mit vielen Falten, mit vielen Krümmungen, Schluchten, Tälern; mit vielen Tafeln, Blättern, vielfach zusammengefaltet
См. также в других словарях:
μονόπτυχος — μονόπτυχος, ον (Μ) (για οστρακόδερμα) αυτός που έχει μία μόνο πτυχή, ένα κέλυφος, μονόθυρος. [ΕΤΥΜΟΛ. < μον(ο) * + πτυχος (< πτυχή), πρβλ. πολύ πτυχος] … Dictionary of Greek
πολύπτυχος — η, ο / πολύπτυχος, ον, ΝΑ 1. αυτός που έχει πολλές πτυχές 2. το ουδ. ως ουσ. το πολύπτυχο (παλαιογρ.) (στην αρχαία Ελλάδα και στη Ρώμη) μικρές ξύλινες πινακίδες με επίστρωση στις επιφάνειές τους φυτικής ρητίνης ή άλλης ύλης συνενωμένες σε βιβλίο … Dictionary of Greek
Полиптих — (от греч. πολυπτυχος состоящий из мн. складок или дощечек) 1) Многостворчатый складень (обычно живоп. или рельефный). 2) Неск. картин, связанных единым замыслом, общностью колористич. композиц. решения … Российский гуманитарный энциклопедический словарь