-
1 πολύ-πλεθρος
πολύ-πλεθρος, viele πλέϑρα besitzend; γύαι, Eur. Alc. 690; Luc. Icarom. 18, im superl.
-
2 πολύπλεθρος
πολύ-πλεθρος, viele πλέϑρα besitzend
См. также в других словарях:
πολύπλεθρος — και πολυπέλεθρος, ον, Α 1. αυτός που έχει έκταση πολλών πλέθρων, ο πολύ εκτεταμένος («πολυπλέθρους γύας», Ευρ.) 2. (για πρόσ.) ιδιοκτήτης πολλών πλέθρων, μεγαλοκτηματίας. [ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ * + πλεθρος / πέλεθρος (< πλέθρον / πέλεθρον), πρβλ.… … Dictionary of Greek