Перевод: со всех языков на русский

с русского на все языки

πολὺ+ἔτι

  • 1 μαλλον

         μᾶλλον
        adv. [compar. к μάλα См. μαλα]
        1) более, больше
        

    πολὺ и πολλῷ μ. Plat. — гораздо больше;

        ἔτι и και μ. Hom., ἔτι καὴ μ. Pind., ἔτι καὴ πολὺ μ. Hom.еще или все больше;
        μ. τι Her. — несколько (больше), немного, до известной степени, сколько-нибудь;
        μηδέν или οὐδέν τι μ. Soph., Plat.нисколько не больше или точно так же;
        ἐπὴ μ. Plat. и μ. μ. Eur. — все больше и больше;
        μ. τοῦ δέοντος или μ. ἢ δεῖ Plat. — больше, чем следует;
        κηρόθι μ. Hom.до глубины души

        2) предпочтительнее, лучше, скорее
        

    (τεθνάναι μ. ἢ ζώειν Her.)

        πόλιν ὅλην διαφθεῖραι μ. ἢ οὐ τοὺς αἰτίους Thuc. (афиняне предпочли) истребить скорее весь город, только бы не позволить ускользнуть виновникам;
        χαλεπόν, μ. δὲ ἀδύνατον Plat. — трудно, вернее сказать, невозможно;
        πολλοί, μ. δὲ πάντες Dem. — многие, чтобы не сказать все;
        παντὸς μ. Plat. — вернее всего, т.е. да, конечно;
        τὸ μ. καὴ ἧττον рит. Arst. (лат. a fortiori) — (довод) на основании преимущественного признака

        3) слишком, чрезмерно
        

    (θερμαίνεσθαι μ. Plat.)

    Древнегреческо-русский словарь > μαλλον

  • 2 ζητεω

         ζητέω
        (impf. ἐζήτουν, fut. ζητήσω, aor. ἐζήτησα, pf. ἐζήτηκα)
        1) искать, разыскивать
        οὐχ εὑρήσεις ζητῶν ἔτι ἄνδρα βελτίονα Arph. — даже если будешь искать, не найдешь лучшего человека;
        καὴ μέ ζητῶν κατενόησεν ἄν Xen.и не ища (т.е. с первого взгляда, сразу же всякий) заметил бы;
        τὸ ζητούμενον ἁλωτόν Soph. — то, что ищется, может быть обнаружено;
        οἱ δράσαντες ἐζητοῦντο Thuc. — производились поиски виновных;
        ἄπαντα πρὸς ἡδονέν ζ. Dem.во всем искать наслаждения

        2) стараться, добиваться, стремиться
        

    (ἀλήθειαν Arst.; δικαιοσύνην NT.)

        ζ. τὸν αὐτόχειρα τοῦ φόνου λαβεῖν Soph. — стараться поймать виновника убийства;
        ζ. πημάτων ἀπαλλαγήν Aesch. — пытаться положить конец страданиям;
        οὐκ ἔτι ἐζήτησαν τό προσωτέρω τῆς Ἑλλάδος ἀπικόμενοι ἐκμαθέειν Her. (персы) уже не пытались проникнуть глубже в Грецию для разведки;
        ζ. τέν ψυχήν τινος NT.добиваться чьей-л. смерти

        3) спрашивать, требовать
        τῶν πράξεων παρά τινος λόγον ζ. Dem.требовать от кого-л. отчета в его действиях;
        τὰ ἀμήχανα ζ. Eur. — требовать невозможного;
        ζ. τινι ὄλεθρον ἢ φυγήν Soph.требовать чьей-л. смерти или изгнания;
        ζετοῦντες αὐτῷ λαλῆσαι NT. — желая поговорить с ним;
        παντὴ ᾧ ἐδόθη πολύ, πολὺ ζητηθήσεται παρ΄ αὐτοῦ NT. — кому много дано, с того много и взыщется

        4) исследовать, изучать
        

    (ζ. τὰ θεῖα Xen.; ζ. καὴ λογίζεσθαι Arst.)

        τὸ ζητούμενον Plat.предмет исследования

        5) ощущать отсутствие, не иметь
        

    ἵνα μέ ζῃτέοιεν σιτία Her. — чтобы не ощущать недостатка в хлебе, т.е. чтобы не думать о голоде

        6) заботиться, думать
        ὅπως ; Οὐκ οἶδ΄ ἀτὰρ ζητητέον Arph. — как (отвечу)? - Не знаю, но нужно подумать

    Древнегреческо-русский словарь > ζητεω

  • 3 προσοφειλω

        1) сверх того быть должным, оставаться в долгу, задолжать
        

    (ἔτι πολλά Thuc.; διηκόσια τάλαντα Plut.; τινί τι NT.; ὅ προσοφειλόμενος μισθός Thuc.)

        ἥ ἔχθρη ἥ προσοφειλομένη ἔς τινα Her.застарелая вражда к кому-л.;
        χάριτάς τινι π. Xen.питать благодарность к кому-л.

        2) отставать
        

    (πολύ τι Polyb.)

    Древнегреческо-русский словарь > προσοφειλω

  • 4 υπολαμβανω

        1) подхватывать, брать на себя
        

    δελφῖνα λέγουσιν ὑπολαβόντα αὐτὸν ἐξενεῖκαι ἐπὴ Ταίναρον Her. — говорят, что дельфин, приняв (Ариона) на себя, доставил его к Тенару;

        ἄγειν αὐτὸν τέν αὐλητρίδα ὑπολαβοῦσαν Plat. (я видел), как его вела поддерживавшая (его) флейтистка

        2) подпирать
        

    (τι Her.)

        3) схватывать, уносить прочь
        4) тайком захватывать
        

    (Κέρκυραν, τὰ ὅπλα Thuc.)

        ὑπολαβεῖν τι ὑπὸ τὸ αὑτοῦ ἱμάτιον Plut.схватить что-л. и спрятать под плащом

        5) охватывать, овладевать, застигать
        

    (ὑπὸ τρόμος ἔλαβε γυῖα Hom.; μανίη νοῦσος ὑπέλαβε αὐτόν Her.)

        λοιμὸς ὑπολαβὼν ἀπήνεικέ τινα Her.чума унесла кого-л.;
        τὰς ναῦς ὑπολαβόντες ἔκοπτον Thuc. — напав врасплох на корабли, они повредили (их);
        δυσχωρία τε καὴ στενοπορία ὑπελάμβανεν αὐτούς Xen. — они попали в труднопроходимые места;
        αὐτὰ ὑπολαμβάνοντες ἐμεγάλυνον Thuc. — ухватившись за эти (обвинения), они раздули (их)

        6) перехватывать, сманивать
        7) непосредственно следовать, тотчас же наступать
        

    μετὰ ταῦτα ἥ ναυμαχία ὑπολαβοῦσα Her.последовавшее за этим морское сражение

        8) принимать у себя
        9) внимательно выслушивать, принимать
        ὑπόλαβε τὸν λόγον Her.прими совет

        10) воспринимать, понимать, полагать
        

    ὀρθῶς ὑ. Plat. — правильно понимать;

        ὑ. τι ὡς ὄν Plat. — разуметь нечто как сущее, т.е. как таковое;
        τί οὖν αἴτιον εἶναι ὑπολαμβάνω ; Plat. — в чем тут, на мой взгляд, причина?;
        ἀδύνατον ταὐτὸν ὑ. εἶναι καὴ μέ εἶναι Arst. — невозможно считать одно и то же (одновременно) существующим и несуществующим;
        τοιοῦτος ὑπολαμβανόμενός (εἰμι) οἷον ἂν παρ΄ ἑτέρων ἀκούσωσιν Isocr. — обо мне думают так, как слышат от других, т.е. судят по наслышке;
        πάντα τὸν αὐτὸν τρόπον ὑποληπτέον Plat. — таким же образом приходится думать обо всем;
        πολὺ τἀναντία ὑπειλημμένον Dem. — совершенно противоположное мнение;
        ἐλάττων τοῦ ὑπειλημμένου Dem. — меньший, чем полагают;
        τὸ ὑποληφθέν Men.предположение

        11) прерывать, перебивать
        

    μεταξὺ ὑπολαβὼν ἔλεξε или ἔτι λέγοντος αὐτοῦ ὑπολαβὼν εἶπε Xen.он перебил его (следующими) словами

        12) возражать, отвечать, указывать в ответ
        

    ἃ πρὸς τούτους ὑπολαμβάνοιτ΄ ἂν εἰκότως Dem. (вот) что вы должны возразить им;

        ἐὰν ἀπολογίᾳ τινὴ χρῆται, ὑ. χρέ εἰ … Lys.если он сошлется на что-л. в свою защиту, нужно спросить (его), не …ли …

        13) сдерживать
        

    (ἐν ταῖς στροφαῖς, sc. ἵππον Xen.)

    Древнегреческо-русский словарь > υπολαμβανω

См. также в других словарях:

  • Σαμόα — Συκρότημα νησιών της Ωκεανίας στο Νότιο Ειρηνικό Ωκεανό.Tο κράτος των Δυτικών Σαμόα (οι Aνατολικές ανήκουν στις Hνωμένες Πολιτείες) έχει επιφάνεια 2.944 τ.χλμ. O πληθυσμός είναι περίπου 178. 631 και από όλες τις μικρές αποικίες της Ωκεανίας είναι …   Dictionary of Greek

  • μυρμηγκιά — Γενική ονομασία των εντόμων της μεγάλης οικογένειας των μυρμηκιδών, της τάξης των υμενοπτέρων. Είναι γνωστά πάνω από 6.000 είδη μ., που διαφέρουν μεταξύ τους ως προς το μέγεθος και σε διάφορες λεπτομερείς: όλα όμως έχουν μερικά κοινά μορφολογικά… …   Dictionary of Greek

  • ίνα — Πρώτη ύλη της υφαντουργικής βιομηχανίας, η οποία αποτελείται από νηματοειδή υλικά, τεχνητά ή συνθετικά, που έχουν τα κατάλληλα χαρακτηριστικά μήκους, αντοχής και ελαστικότητας, για να είναι δυνατός o μετασχηματισμός τους σε νήματα (κλωστές) και… …   Dictionary of Greek

  • κινδυνεύω — και κιντυνεύω και κινδυνεύγω (ΑΜ κινδυνεύω και μέσ. κινδυνεύομαι) [κίνδυνος] 1. βάζω τον εαυτό μου σε κίνδυνο, εκτίθεμαι σε κάποιον κίνδυνο ή σε μία επικίνδυνη κατάσταση (α. «κινδυνεύεις με το να καπνίζεις τόσο πολύ» β. «ἑτοίμως κινδυνεύειν πρός… …   Dictionary of Greek

  • πύργος — Με τη λέξη πύργος εννοούμε γενικά ένα κτίριο στο οποίο χαρακτηριστικά υπερέχει η διάσταση του ύψους και το οποίο, συγχρόνως, έχει ένα γενικά κλειστό, αυστηρό και έντονα αμυντικό χαρακτήρα. Aυτή η μορφή κτιρίου, ή κατασκευής γενικότερα, έχει… …   Dictionary of Greek

  • έτσι — (Μ ἔτσι και διαλεκτ. τ. ἔτσε, ἔτσου, ἔτις, ἴτις, ἴτσι, ἴτσου) επίρρ. 1. κατ αυτό τον τρόπο, τοιουτοτρόπως, με τον ίδιο τρόπο (α. «δεν έπρεπε να φερθείς έτσι» β. «έτσι θέλω κι έτσι κάνω» γ. «έτσι τ αποφάσισε τής ερωτιάς η κρίση», Ερωτόκρ.) 2. (για …   Dictionary of Greek

  • σύνθεση — Η τοποθέτηση ενός πράγματος μαζί με άλλο, η αρμονική ένωση μερών ή στοιχείων του, για να δημιουργηθεί από αυτά ένα σύνολο, η συναρμολόγηση. Στη γραμματική, σ. λέγεται η ένωση δύο λέξεων σε μία, όπως π.χ. των λ. αστραπή και βροντή = αστραπόβροντο …   Dictionary of Greek

  • τοσούτος — τοσαύτη, τοσοῡτο(ν), ΜΑ, και επικ. τ. τοσσοῡτος και αιολ. τ. τεσσοῡτος, Α (δεικτ. αντων.) 1. τόσος, τόσο μεγάλος, τόσο πολύς («χρόνον τοσοῡτον, εἰς ὅσον, Σοφ.) 2. (η αιτ. εν. ή πληθ. τού ουδ. ως επίρρ.) τοσοῡτο(ν), τοσοῡτο. τόσο πολύ ή τόσο… …   Dictionary of Greek

  • CALCHA — apud Plin. l. 25. c. 8. Est et buphthalmos similis boum oculis foliô foeniculi circa oppida nascens fruticosa caulibus, qui et manduntur decocti. Quidam Calchan vocant. Ita veteres libri: dioscorides habet κάχλαν, Siculi κάλθαν dixêre, unde… …   Hofmann J. Lexicon universale

  • έχω — (I) (ΑΜ ἔχω) 1. κρατώ κάτι στα χέρια μου, είμαι ο κάτοχος (κύριος, ιδιοκτήτης) ενός πράγματος («έχει σπίτια και κτήματα») 2. (για προσωπική κράτηση) κρατώ, φυλάω («τόν έχουν μέσα» ή «τόν έχουν στη φυλακή») 3. (για δήλωση συγγενικού δεσμού ή άλλης …   Dictionary of Greek

  • αίσα — (Aishah, 614; – Μεδίνα 678 μ.X.). Η τρίτη και πιο αγαπημένη από τις συζύγους του Μωάμεθ. Ο προφήτης την παντρεύτηκε όταν η Α. ήταν σε ηλικία επτά ετών, για να εξασφαλίσει την εύνοια του πατέρα της Αμπού Μπακρ, ισχυρού φύλαρχου. Η Α. ήταν η… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»