Перевод: со всех языков на греческий

с греческого на все языки

πολύ-πονος

  • 1 жгучий

    επ., βρ: жгуч, -а, -е
    1. θερμός, καυστικός, πυρωμένος, καυτός•

    жгучий воздух пустыни ο θερμός αέρας της ερήμου•

    -ее солнце καυτερός ήλιος.

    || καυτερός, τσουχτερός•

    -ее перец καυτερή πιπεριά.

    || δυνατός• ανυπόφορος•

    -ая боль σουβλερός πόνος•

    жгучий мороз τσουχτερό κρύο.

    2. μτφ. δριμύς, πικρός,δηκτικός, οξύς• πολύ δυνατός•

    жгучий стыд ξεροκοκκίνισμα από ντροπή•

    -ая тоска καημός, μαράζι•

    -ее раскаяние πικρή μεταμέλεια•

    -ые слезы καυτά δάκρυα•

    -ая обида βαριά προσβολή•

    -ее впечатление αλγεινή εντύπωση•

    жгучий взгляд φλογερή ματιά.

    εκφρ.
    жгучий вопрос – φλέγον ζήτημα•
    - ая насмешка – τσουχτερή κοροίδία•
    - ая сатира – δη-τική σάτυρα•
    жгучий брюнет, -ая брюнетка – πολύ μελαχροινός, -ή.

    Большой русско-греческий словарь > жгучий

  • 2 невероятный

    επ., βρ: -тен, -тна, -тно.
    1. απίθανος, απίστευτος• μυθώδης.
    2. πολύ δυνατός (μεγάλος), υπερβολικός, εξαιρετικός•

    -успех εξαιρετική επιτυχία•

    -ая боль πολύ δυνατός (μεγάλος) πόνος.

    Большой русско-греческий словарь > невероятный

  • 3 ужасный

    επ., βρ: -сен, -сна, -сно.
    1. φρικτός, φρικώδης, φρικιαστικός• φρικαλέος• τρομερός•

    -ое положение φρικτή κατάσταση•

    -ое несчастье φρικιαστικό δυστύχημα.

    || πάρα πολύ άσχημος, απαίσιος• απεχθής•

    у больного ужасный вид ο άρρωστος έχει απαίσια όψη•

    -ая погода παλιόκαιρος, βρωμόκαιρος, καιρός-φρίκη.

    2. φοβερός, πάρα πολύ δυνατός, ισχυρότατος•

    -ая боль φριχτός πόνος•

    -ая суматоха θόρυβος φοβερός, πανδαιμόνιο, ορυμαγδός.

    Большой русско-греческий словарь > ужасный

  • 4 жгучий

    жгу́ч||ий
    прил
    1. (горячий) καυτερός, καυστικός:
    \жгучийие лучи солнца οἱ καυτερές ἀκτίνες τοῦ ήλίου·
    2. перен φλογερός, τσουχτερός, καυτερός, δριμύς, ὁξύς:
    \жгучий мороз τό τσουχτερό κρύο· \жгучий взгляд τό φλογερό βλεμμα· \жгучийая боль ὁ δριμύς πόνος· \жгучийие слезы τά μαύρα δάκρυα· \жгучий стыд ντροπή πού καίει· ◊ \жгучий брюнет πολύ με-λαχροινός, μελαψός.

    Русско-новогреческий словарь > жгучий

  • 5 сильный

    си́льн||ый
    прил δυνατός, ἰσχυρός/ ρωμαλέος (т/с. о человеке)/ ἐντονος, (πολυ)μεγάλος (о жаре, холоде, желании и т. п.) ἰσχυρός, σφοδρός (об ударе, атаке):
    \сильный насморк τό δυνατό συνάχι· \сильный человек ρωμαλέος (или δυνατός) ἀνθρωπος· \сильный запах а) τό δυνατό ἄρωμα (о приятном запахе), б) ἡ δυνατή μυρωδιά (о неприятном запахе)· \сильный яд τό ἰσχυρό δηλητήριο· \сильныйое влияние ἡ δυνατή ἐπιρροή· \сильныйая вражда ἡ μεγάλη ἔχθρα· \сильныйая страсть τό ἐντονο πάθος· \сильныйая боль ὁ δυνατός (или ὁ ἰσχυρός) πόνος· \сильныйые мира сего οἱ ἰσχυροί τής γής.

    Русско-новогреческий словарь > сильный

  • 6 невозможный

    επ., βρ: -жен, -жна, -жно.
    1. αδύνατος• ακατόρθωτος, ανεπίτευκτος, ανέφικτος, απραγματοποίητος•

    зто вещь -ая αυτό είναι ένα πράγμα αδύνατο•

    совершенно -ое д-ло τελείως απραγματοποίητη υπόθεση.

    ουσ. -о, 6. ουδ. το αδύνατο•

    и -ое возможно και το αδύνατο είναι δυνατό•

    нет ничего -ого δεν υπάρχει, τίποτε το αδύνατο (που δεν μπορείνα γίνει).

    2. ανυπόφορος, αφόρητος•

    -ая боль αβάσταχτος πόνος•

    -ая жара αφόρητη ζέστη•

    -характер ανυπόφορος χαρακτήρας.

    || πολύ μεγάλος πλήρης•

    невозможный беспорядок вещей μεγάλη αταξία πραγμάτων.

    3. ανεπίτρεπτος, απαράδεχτος•

    -ая халитность απαράδεχτη χαλαρότητα.

    Большой русско-греческий словарь > невозможный

  • 7 немилосердный

    επ. βρ: -ден, -дна, -дно.
    1. Χπαλ.) απηνής, σκληρός, άσπλαχνος, αλύπητος, ανελέητος.
    2. πολύ δυνατός
    - γερός• φοβερός, τρομερός•

    немилосердный мороз φοβερό κρύο•

    -ая боль φρικτός πόνος.

    Большой русско-греческий словарь > немилосердный

  • 8 чертовский

    επ.
    1. διαβολικός, του διαβόλου•

    -ие наваждения διαβολικά φαντάσματα•

    -замысел διαβολική επινόηση•

    -ие шэ.шни διαβολικές ραδιουργίες ή μηχανορραφίες•

    -вские ухищрения διαβολικές πανουργίες• διαβολές.

    2. πολύ ισχυρός, διαβολεμένος, δαιμονισμένος•

    -ая боль διαβολεμένος πόνος•

    чертовский холод διαβολεμένο κρύο.

    || δύσκολος, βαρύς•

    -ая работа βαριά δουλειά•

    чертовский подъм διαβολεμένος ανήφορος.

    Большой русско-греческий словарь > чертовский

См. также в других словарях:

  • πολύπονος — ον, ΜΑ 1. (για πρόσ.) αυτός που καταβάλλει πολύ μόχθο, που εργάζεται σκληρά 2. (για πράγμ.) αυτός που απαιτεί πολύ κόπο για την κατασκευή ή τον χειρισμό του. επίρρ... πολυπόνως ΜΑ με πολύ κόπο. [ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ * + πόνος (πρβλ. ολιγό πονος)] …   Dictionary of Greek

  • Ινδία — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Ινδίας Έκταση: 3.287.590 τ. χλμ. Πληθυσμός: 1.029.991.145 (2001) Πρωτεύουσα: Νέο Δελχί (12.791.458 κάτ. το 2001)Κράτος της νότιας Ασίας. Συνορεύει Α με το Μπαγκλαντές και τη Μυανμάρ (Βιρμανία), Β με την Κίνα και… …   Dictionary of Greek

  • Πορτογαλία — Κράτος της Νοτιοδυτικής Ευρώπης. Συνορεύει στα Α με την Ισπανία, ενώ στα Δ βρέχεται από τον Ατλαντικό Ωκεναό.H πορτογαλική Δημοκρατία αποτελείται από την κυρίως Πορτογαλία, το αρχιπέλαγος των Aζορών και το νησί Mαδέρα, που έχουν συνολική έκταση… …   Dictionary of Greek

  • τριχομονάδες — Γένος μαστιγοφόρων πρωτόζωων της τάξης των πολυμαστιγωτών που προκαλούν νόσημα των ουρογεννητικών οργάνων των γυναικών. Οι άνδρες προσβάλλονται σπανιότερα από τ. και μόνο ύστερα από σεξουαλική επαφή με γυναίκα που πάσχει από το νόσημα. Οι τ. στις …   Dictionary of Greek

  • Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής — Επίσημη ονομασία: Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής Συντομευμένη ονομασία: ΗΠΑ (USA) Έκταση: 9.629.091 τ. χλμ Πληθυσμός: 278.058.881 κάτ. (2001) Πρωτεύουσα: Ουάσινγκτον (6.068.996 κάτ. το 2002)Κράτος της Βόρειας Αμερικής. Συνορεύει στα Β με τον… …   Dictionary of Greek

  • άλγος — ( ους), το (Α ἄλγος) 1. σωματικός πόνος, οδύνη 2. ψυχικός πόνος, λύπη, θλίψη αρχ. (συνήθως στον πληθυντικό) τά ἄλγεα ταλαιπωρίες, παθήματα, συμφορές. [ΕΤΥΜΟΛ. Η λέξη είναι αβέβαιης ετυμολογίας. Συνήθως συνδέεται ετυμολογικά με το ρ. ἀλέγω*… …   Dictionary of Greek

  • Ρουμανία — Κράτος της Νοτιοανατολικής Ευρώπης. Συνορεύει στα Β με την Ουκρανία, στα Δ με την Ουγγαρία και τη Σερβία, στα Ν με τη Βουλγαρία, ενώ στα Α βρέχεται από τη Μαύρη Θάλασσα.H Pουμανία ανήκει στην παραδουνάβια Eυρώπη κι εισχωρεί σαν σφήνα στο σλαβικό… …   Dictionary of Greek

  • πρόπονος — ον, Α εξαιρετικά επίπονος, πολύ κοπιαστικός. [ΕΤΥΜΟΛ. < προ * + πονος (< πόνος), πρβλ. επί πονος] …   Dictionary of Greek

  • Καστοριά — Πόλη (υψόμ. 700 μ., 14.813 κάτ.) και πρωτεύουσα του νομού Καστοριάς. Βρίσκεται στο ανατολικό τμήμα του νομού, στην ανατολική όχθη της ομώνυμης λίμνης. Αποτελεί έδρα του ομώνυμου δήμου. Η Κ. είναι χτισμένη στο δυτικό τμήμα της μικρής χερσονήσου… …   Dictionary of Greek

  • Geflügelte Worte (Antike) — Alpha und Omega, Anfang und Ende, kombiniert zu einem Buchstaben Diese Liste ist eine Sammlung alt und neugriechischer Phrasen, Sprichwörter und Redewendungen. Sie beschreibt ihren Gebrauch und gibt, wo möglich, die Quellen an. Graeca non… …   Deutsch Wikipedia

  • αναπνοή — Γενική βιολογική διαδικασία με την οποία οι ζώντες οργανισμοί παίρνουν από το περιβάλλον οξυγόνο και αποδίδουν διοξείδιο του άνθρακα. Το οξυγόνο είναι απαραίτητο στις οξειδωτικές εξεργασίες που βρίσκονται στη βάση όλων των εκδηλώσεων της ζωής,… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»