-
1 πολυμουσος
См. также в других словарях:
πολύμουσος — ον, Α 1. προικισμένος με τα δώρα τών Μουσών 2. αυτός που έχει πολλές ικανότητες στις τέχνες, που έχει πολύπλευρο καλλιτεχνικό ταλέντο. [ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ * + μουσος (< μοῦσα), πρβλ. φιλό μουσος] … Dictionary of Greek
πάμμουσος — πάμμουσος, ον (Α) πάρα πολύ εύμουσος, μουσικότατος («πάμμουσος ἁρμονία», Φίλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < παν * + μουσος (< μοῦσα)] … Dictionary of Greek