Перевод: с греческого на русский

с русского на греческий

πολύ-ανδρος

  • 1 πολυανδρος

        2
        1) многолюдный
        

    (Ἀσία Aesch.)

        2) многочисленный
        

    (Πέρσαι Aesch.)

    Древнегреческо-русский словарь > πολυανδρος

  • 2 διιστημι

        (fut. διαστήσω, aor. 1 διέστησα; для неперех. знач. - aor. 2 διέστην, pf. διέστηκα, ppf. διειστήκειν)
        1) расставлять, размещать
        

    (τοὺς λόχους Thuc.)

        διιστάμενοι πρὸς ἀλλήλους Arst. — находясь на расстоянии друг от друга;
        θάλασσα διΐστατο Hom. (широко) расстилалось море;
        med. — расставлять, раскидывать (ἀράχνια λεπτά Theocr.)

        2) раскалывать, расщеплять
        

    (ξύλον Arst.)

        3) раскрывать
        4) разделять, раздроблять, расчленять
        

    (τέν Ἑλλάδα Her.; τοὺς Ἕλληνας εἰς μέρη Dem.; διέκοπτεν αὐτοὺς καὴ διΐστη ὅ πολέμιος Plut.)

        5) отделять, различать, отличать
        

    (ἡδονέν ἀπὸ τῆς ὑγιείας Plut.; med. γένη Plat.)

        6) разлучать, склонять к отпадению
        

    (τινά τινος Thuc., Arph.)

        7) лог. разлагать, делить
        

    (κατ΄ εἴδη Plat.)

        8) отходить, отступать
        9) расступаться, расходиться, разделяться, разлучаться
        

    ἀγωνιζόμενοι διέστησαν χωρίς Her. — после боя (войска) разошлись;

        διέστησαν κατὰ διακοσιους Thuc. — они разбились на группы по двести человек;
        ἥ διάστασις τῶν διεστηκότων Arst. — расстояние между удаленными друг от друга предметами;
        διαστήτην ἐρίσαντε Hom. (Атрид и Ахилл) разошлись в ссоре;
        ἥ Πελοπόννησος ἅπασα διειστήκει Dem. — весь Пелопоннес был охвачен междоусобиями;
        ὅ δῆμος διέστη Plat. — народ разделился на (враждебные) партии;
        τοῦ ἀνδρὸς διαστᾶσα Plut.разведенная жена

        10) расседаться, раскалываться
        

    τὰ διεστεῶτα Her. — расселины, трещины

        11) различаться, отличаться
        πλούτου ἀρετέ διέστηκεν (pf. = praes.) Plat. — богатство и добродетель вещи разные;
        πολὺ διεστῶτα или διεστηκότα Arst. — весьма различные вещи;
        ἐν ταύτῃ τῇ διαφορᾷ καὴ ἥ τραγῳδία πρὸς τέν κωμῳδίαν διέστηκεν Arst.в этом же состоит и отличие трагедии от комедии

    Древнегреческо-русский словарь > διιστημι

  • 3 χωριζω

         χωρίζω
        I
        [χώρα] помещать, ставить
        II
        [χωρίς I]
        1) отделять, разделять, разобщать
        

    (τι καί τι и τί τινος Plat.)

        χωρίσαι τι κατὰ φυλός Xen.разбить что-л. на категории;
        αἱ γνῶμαι κεχωρισμέναι Her. — разделившиеся мнения, разногласие;
        τούτου χωρισθεῖσ΄ ἐγὼ ὄλλυμαι Eur. — без него я погибну;
        χωρισθῆναι Polyb. — отделиться, уйти;
        χωρισθεὴς εἰς Χαλκίδα Polyb. — ушедший в Халкиду;
        χωρίζεσθαι ἐκ τοῦ χάρακος Polyb. — удаляться от вала;
        κεχωρισμένη ἀπὸ τοῦ ἀνδρός Polyb. — разведенная с мужем;
        οἱ χωρίζοντες «разделители» (т.е. те грамматики, которые приписывали «Илиаду» и «Одиссею» различным авторам)

        2) разграничивать, различать
        

    (τι καί τι Plat.; τι ἀπό τινος Arst.)

        πολὺ κεχωρισμένος τινός Polyb.сильно отличающийся от чего-л.;
        χωρίζεσθαί τινος и τινι Her.и ἀπό τινος Isocr. отличаться от чего-л.

    Древнегреческо-русский словарь > χωριζω

См. также в других словарях:

  • Άνδρος — I Μυθολογικό πρόσωπο. Γιος του Ανία, εγγονός του Απόλλωνα και της Κρέουσας, επώνυμος της νήσου Άνδρου, που του την έδωσε ο Ραδάμανθυς. Όταν οι κάτοικοι της Άνδρου επαναστάτησαν, μετανάστευσε στην Ίδη της Τροίας, όπου έχτισε την Άντανδρο. II Το… …   Dictionary of Greek

  • πολύανδρος — Πύλη της Βυζαντινής Κωνσταντινούπολης. Από τον Κεράτιο προς την Προποντίδα, ήταν η όγδοη στη σειρά πύλη των τειχών της Βυζαντινής πρωτεύουσας, μετά από εκείνες των Βλαχερνών, της Γυρολίμνης, της Καλιγαρίας, της Porta Regia, των Χαρισίου, του… …   Dictionary of Greek

  • ίσανδρος — ἴσανδρος, ον (Α) ίσος ή όμοιος με άνδρα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἰσ(ο) * + ανδρός (< ἀνήρ, ἀνδρός), πρβλ. αύτ ανδρος, πολύ ανδρος] …   Dictionary of Greek

  • ολίγανδρος — ὀλίγανδρος, ον (Α) αυτός που παρουσιάζει ολιγανδρία, που έχει σπανιότητα ανδρών. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὀλιγ(ο) (βλ. λ. λιγο ) + ανδρος (< ἀνήρ, ἀνδρός), πρβλ. πολύ ανδρος] …   Dictionary of Greek

  • Κυκλάδες — Νησιωτικό σύμπλεγμα και νομός (2.572 τ. χλμ., 112.615 κάτ.) της περιφέρειας Νοτίου Αιγαίου, με πρωτεύουσα την Ερμούπολη (11.799 κάτ.). Οι Κ. καταλαμβάνουν το κεντρικό και νότιο τμήμα του Αιγαίου πελάγους. Εκτείνονται με κατεύθυνση ΒΔ προς ΝΑ και… …   Dictionary of Greek

  • Греческие имена — Ниже приводится список имён греческого происхождения. Многие греческие имена входят в другие языки, но они более популярны среди самих греков. Содержание 1 А 2 В 3 Г 4 Д …   Википедия

  • Список имён греческого происхождения — Эта статья или раздел нуждается в переработке. Пожалуйста, улучшите статью в соответствии с правилами написания статей …   Википедия

  • άνθρωπος — Το ανθρώπινο ον, ο πιο εξελιγμένος οργανισμός που ζει στην υδρόγειο. Homo sapiens (ά. έμφρων ή λογικός)είναι ο επιστημονικός όρος, στη συστηματική ταξινόμηση διπλής ονομασίας για το γένος (homo, ά.)και το είδος (sapiens, λογικός)στο οποίο ανήκει… …   Dictionary of Greek

  • Liste griechischer Phrasen/Tau — Tau Inhaltsverzeichnis 1 τὰ ἑπτὰ θεάματα τῆς οἰκουμένης …   Deutsch Wikipedia

  • Geflügelte Worte (Antike) — Alpha und Omega, Anfang und Ende, kombiniert zu einem Buchstaben Diese Liste ist eine Sammlung alt und neugriechischer Phrasen, Sprichwörter und Redewendungen. Sie beschreibt ihren Gebrauch und gibt, wo möglich, die Quellen an. Graeca non… …   Deutsch Wikipedia

  • Ελλάδα - Κοινωνία και Οικονομία (Αρχαιότητα) — ΟΙΚΟΝΟΜΙΑ ΚΑΙ ΚΟΙΝΩΝΙΑ ΣΤΗΝ ΑΡΧΑΙΟΤΗΤΑ ΑΡΧΑΪΚΗ ΠΕΡΙΟΔΟΣ Η οικονομία στην Aρχαϊκή περίοδο Στον τομέα της οικονομίας, στην Aρχαϊκή περίοδο, σημειώθηκε μια σημαντική πρόοδος σε σχέση με τη Γεωμετρική περίοδο. Κατά τη διάρκεια της Γεωμετρικής… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»