-
41 покрупнеть
ρ.σ.βλ. крупнеть με σημ. πιο πολύ. -
42 попрочнеть
-етρ.σ.στερεώνομαι πιο πολύ, σταθεροποιούμαι περισσότερο. -
43 разлакомить
-млю, -мишьρ.σ.μ. (κυρλξ. κ. μτφ.) γλυκαίνω• κάνω να θέλει πιο πολύ.-γλυκαίνομαι• παρασύρομαι από τη γλύκα, την ηδονή. -
44 растужиться
-ужусь, -ужитьсяρ.σ. (απλ.) αρχίζω να θλίβομαι, να λυπούμαι πιο πολύ. -
45 углубить
-блю, -бишь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. углубленный, βρ: -лен, -лена, -леноρ.σ.μ.1. βαθύνω, -αίνω, εμβαθύνω•углубить вспашку βαθαίνω το όργωμα•
углубить канаву βαθαίνω το χαντάκι.
2. μτφ. εισχωρώ βαθιά στο νόημα..3. χώνω, μπήγω βαθιά• βυθίζω•углубить сваю μπήγω βαθιά τον πάσσαλο.
1. βαθύνω, -ομαι, εμβα-θύνομαι.2. μτφ. οξύνομαι•кризис -лся η κρίση βάθυνε πιο πολύ.
3. βυθίζομαι, ποντίζομαι• βουτώ. || μτφ. αφοσιώνομαι πλήρως, προσηλώνομαι, απορροφούμαι•углубить в воспоминания βυθίζομαι στις αναμνήσεις•
углубить в себя αφοσιώνομαι (δεν παρατηρώ τίποτε γύρω μου).
-
46 унести
унесу, унесшь, παρλθ. χρ. унс, унесла-ло, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. унесенный, βρ: -сн, -сена, -сеноρ.σ.μ.1. μεταφέρω, αποκομίζω•унести на плечах μεταφέρω στους ώμους.
|| παίρνω•унести с собой ключи παίρνω μαζί μουτα κλειδιά (φεύγοντας)•
унести обратно φέρνω πίσω (ξαναφέρνω).
2. κλέβω•воры -сли вещи из дома οι κλέφτες πήραν τα πράγματα από το σπίτι.
3. παρασύρω, σκορπίζω, παίρνω•ветер унёс бумаги со стола ο άνεμος πήρε τα χαρτιά από το τραπέζι•
лодку -ло течение τη βάρκα την παρέσυρε το ρεύμα (του νερού).
|| αφαιρώ, στερώ•работа -ела много сил η δουλειά τον εξάντλησε πολύ•
борьба -ла слабйших ο αγώνας πήρε τους πιο αδύνατους.
4. μτφ. μεταφέρω νοερώς•воображение -ло его в прошлое η φαντασία τον μετέφερε στο παρελθόν.
5. (με τις λ. чрт, нелгкая κ.τ.τ.)• απλ. παίρνω, απομακρύνω σαν ενοχλητικό•слава Богу чёрт их унёс δόξα το Θεό, τους πήρε ο διάβολος (τους ξεφορτώθηκα).
εκφρ.еле ή едва ноги унести – μόλις και μετά βίας κατορθώνω ναδιαφύγω (να σωθώ)•-си ты моё горе! – πάρε μου (διώξε μου) τα φαρμάκια!1. φεύγω, απέρχομαι γρήγορα.2. παρασύρομαι (από άνεμο, ρεύμα κ.τ.τ.).3. μτφ. μεταφέρομαι νοερώς, πετώ (για σκέψεις φαντασία κ.τ.τ.).4. (γιαχρόνο) περνώ, διαβαίνω γρήγορα. || μτφ. χάνομαι, εξαφανίζομαι. -
47 употребительный
επ., βρ: -лен, -льна, -оχρησιμοπο ιούνενος συχνά, πολύχρηστος, εύχρηστος, συνηθιζόμενος•-ое медицинское средство το πολύ χρησιμοποιούμενο γιατρικό•
наиболее -ые слова οι πιο εύχρηστες λέξεις.
См. также в других словарях:
Μπαρόχα Νέσι, Πίο — (Pio Baroja Nessi, Σαν Σεμπαστιάν 1872 – Μαδρίτη 1956). Ισπανός συγγραφέας, βασκικής καταγωγής. Προσωπικότητα επαναστατική, νέος ακόμα προέβαλε έντονες διαμαρτυρίες κατά του συμβατισμού και του ψεύδους που αισθανόταν να τον περιβάλλουν. Για την… … Dictionary of Greek
ιοί ή διηθητοί ιοί — Πολύ μικρά όντα, αόρατα με τα κοινά μικροσκόπια, ικανά να αναπαράγονται μόνο στο εσωτερικό ορισμένων κυττάρων, στα οποία έχουν την ιδιότητα να διεισδύουν· η αναπαραγωγή των ι. προκαλεί συχνά βλάβες στα κύτταρα που εκδηλώνονται ως νόσος του… … Dictionary of Greek
κίνα — Επίσημη ονομασία: Λαϊκή Δημοκρατία της Κίνας Έκταση: 9.596.960 τ. χλμ. Πληθυσμός: 1.284.303.705 κάτ. (2002) Πρωτεύουσα: Πεκίνο ή Μπεϊτζίνγκ (6.619.000 κάτ. το 2003)Κράτος της ανατολικής Ασίας. Συνορεύει στα Β με τη Μογγολία και τη Ρωσία, στα ΒΑ… … Dictionary of Greek
Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής — Επίσημη ονομασία: Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής Συντομευμένη ονομασία: ΗΠΑ (USA) Έκταση: 9.629.091 τ. χλμ Πληθυσμός: 278.058.881 κάτ. (2001) Πρωτεύουσα: Ουάσινγκτον (6.068.996 κάτ. το 2002)Κράτος της Βόρειας Αμερικής. Συνορεύει στα Β με τον… … Dictionary of Greek
Ιαπωνία — Επίσημη ονομασία: Αυτοκρατορία της Ιαπωνίας Έκταση: 377.835 τ. χλμ. Πληθυσμός: 126.771.662 (2001) Πρωτεύουσα: Τόκιο (8.130.408 κάτ. το 2000)Νησιωτικό κράτος της ανατολικής Ασίας, χωρίς σύνορα στην ξηρά με άλλη χώρα. Βρέχεται στα Β από την… … Dictionary of Greek
Ινδία — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Ινδίας Έκταση: 3.287.590 τ. χλμ. Πληθυσμός: 1.029.991.145 (2001) Πρωτεύουσα: Νέο Δελχί (12.791.458 κάτ. το 2001)Κράτος της νότιας Ασίας. Συνορεύει Α με το Μπαγκλαντές και τη Μυανμάρ (Βιρμανία), Β με την Κίνα και… … Dictionary of Greek
Ιταλία — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Ιταλίας Έκταση: 301.230 τ. χλμ. Πληθυσμός: 56.305.568 (2001) Πρωτεύουσα: Ρώμη (2.459.776 κάτ. το 2001)Κράτος της νότιας Ευρώπης. Συνορεύει στα ΒΔ με τη Γαλλία, στα Β με την Ελβετία και την Αυστρία, στα ΒΑ με τη… … Dictionary of Greek
Αίγυπτος — I Κράτος της βορειοανατολικής Αφρικής και (σε μικρό μέρος) της δυτικής Ασίας.Συνορεύει στα Δ με τη Λιβύη, στα Ν με το Σουδάν και στα ΒΑ με το Ισραήλ, ενώ βρέχεται στα Β από τη Μεσόγειο θάλασσα και στα Α από την Ερυθρά θάλασσα.Η Α. (αλ… … Dictionary of Greek
Γερμανία — Επίσημη ονομασία: Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας Προηγούμενη ονομασία (1948 90): Γερμανική Ομοσπονδιακή Δημοκρατία (ή Δυτική Γερμανία) & Γερμανική Λαϊκή Δημοκρατία) Έκταση: 357.021 τ.χλμ Πληθυσμός: 82.440.309 κάτ. (2000) Πρωτεύουσα:… … Dictionary of Greek
Ισπανία — Επίσημη ονομασία: Βασίλειο της Ισπανίας Έκταση: 504.782 τ. χλμ. Πληθυσμός: 40.037.995 (2001) Πρωτεύουσα: Μαδρίτη (2.882.860 κάτ. το 2000)Κράτος της νοτιοδυτικής Ευρώπης, στην Ιβηρική χερσόνησο. Συνορεύει στα ΒΑ με τη Γαλλία και την Ανδόρα, στα Δ… … Dictionary of Greek
Ρωσία — H Pωσική Oμοσπονδία αποτελεί το μεγαλύτερο σε έκταση κράτος της γης. Tα σύνορά της ξεκινούν από την Eυρώπη, καλύπτουν όλη την Aσία και φτάνουν στην Άπω Aνατολή. Bόρεια και ανατολικά βρέχεται από τον Aρκτικό και τον Eιρηνικό Ωκεανό και στα δυτικά… … Dictionary of Greek