-
1 πολυχαλκος
-
2 ουρανος
дор. ὠρᾰνός, эол. ὀρᾰνός ὅ(NT. тж. pl.)
1) небо(χάλκεος, πολύχαλκος, σιδήρεος, ἀστερόεις Hom.)
οἱ ἐξ οὐρανοῦ Aesch. и οἱ ἐν οὐρανῷ θεοί Plat. — небесные боги;νέ τὸν οὐρανόν! Arph. — клянусь небом!;πρὸς οὐρανὸν βιβάζειν τινά Soph. — превозносить кого-л. до небес;ἥ στρατιὰ τοῦ οὐρανου NT. = οἱ ἀστέρες2) климатическая область, климат3) анат. небо(ὅ τοῦ στόματος οὐ. Arst.)
См. также в других словарях:
Πολύχαλκος — abounding in copper masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πολύχαλκος — abounding in copper masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πολύχαλκος — ον, Α 1. (για τόπο) αυτός που έχει πολύ χαλκό ή ορείχαλκο, ο πλούσιος σε χαλκό 2. αυτός που είναι κατασκευασμένος εξ ολοκλήρου από χαλκό, ολόχαλκος («ἄξονες πολύχαλκοι», Παρμ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ * + χαλκός (πρβλ. αριστό χαλκος)] … Dictionary of Greek
πολύχαλκον — πολύχαλκος abounding in copper masc/fem acc sg πολύχαλκος abounding in copper neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Πολυχάλκου — Πολύχαλκος abounding in copper masc gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πολυχάλκου — πολύχαλκος abounding in copper masc/fem/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Πολυχάλκους — Πολύχαλκος abounding in copper masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πολυχάλκους — πολύχαλκος abounding in copper masc/fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Πολυχάλκῳ — Πολύχαλκος abounding in copper masc dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πολυχάλκῳ — πολύχαλκος abounding in copper masc/fem/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πολύχαλκα — πολύχαλκος abounding in copper neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)