Перевод: со всех языков на греческий

с греческого на все языки

πολύς

  • 1 mnohem

    πολύς

    Česká-řecký slovník > mnohem

  • 2 ziyade

    πολύς, περίασευμα

    Türkçe-Yunanca Sözlük > ziyade

  • 3 долгий

    долгий μακρύς, μακρός; μακροχρόνιος, μακροπρόθεσ μος (долгосрочный)' прошло \долгийое время πολύς καιρός πέ ρασε· \долгий путь о μακρύς δρόμος, η μάκρη πορεία
    * * *
    μακρύς, μακρός; μακροχρόνιος, μακροπρόθεσμος ( долгосрочный)

    прошло́ до́лгийое вре́мя — πολύς καιρός πέρασε

    до́лгий путь — ο μακρύς δρόμος, η μακρή πορεία

    Русско-греческий словарь > долгий

  • 4 количество

    количество с η ποσότητα, το ποσό большое \количество народа πολύς κόσμος
    * * *
    с
    η ποσότητα, το ποσό

    большо́е коли́чество наро́да — πολύς κόσμος

    Русско-греческий словарь > количество

  • 5 масса

    масса ж 1) в разн. знач. η μάζα· народные \массаы οι λαϊκές μάζες 2) (множество) το πλήθος* \масса народу πολύς κόσμος, τα πλήθη
    * * *
    ж
    1) в разн. знач. η μάζα

    наро́дные ма́ссы — οι λαϊκές μάζες

    2) ( множество) πλήθος

    ма́сса наро́ду — πολύς κόσμος, τα πλήθη

    Русско-греческий словарь > масса

  • 6 много

    много πολύ* \много лет πολλά χρόνια· очень \много πάρα πολύ·\много знать ξέρω πολλά; здесь \много народу εδώ είναι πολύς κόσμος
    * * *

    мно́го лет — πολλά χρόνια

    о́чень мно́го — πάρα πολύ

    мно́го знать — ξέρω πολλά

    здесь мно́го наро́ду — εδώ είναι πολύς κόσμος

    Русско-греческий словарь > много

  • 7 беда

    -ы, πλθ. беды θ.
    1. δυστυχία, κακό, συμφορά• δυστύχημα•

    выручить из -ы βγάζω από τη δυστυχία•

    помочь в -е βοηθώ στή δυστυχία•

    непоправимая беда ανεπανόρθωτο κακό, δυστύχημα•

    попасть в -у παθαίνω κακό (πέφτω σε δυστυχία)•

    утещать в -е παρηγορώ στη δυστυχία.

    2. (ως κατηγ.) είναι δύσκολο, κακό, άσχημο•

    беда мне с ним μου είναι δύσκολο μ’ αυτόν, κακό που με βρήκε μ’ αυτόν•

    беда в том, что он не учится το κακό είναι που δε μαθαίνει ή δε σπουδάζει.

    || (με το μόριο не) δεν είναι σοβαρό•

    это не беда αυτό δεν είναι σοβαρό.

    3. πάρα πολύς, πληθώρα•

    людей там беда сколько ήταν εκεί.πολύς κόσμος, κακό μεγάλο•

    хорошая женщина? беда хорошая καλή γυναίκα’ πάρα πολύ καλή.

    εκφρ.
    - как – πάρα πολύ•
    на -у мою (твою – πλπ.) δυστυχώς για μένα, για κακό δικό μου, για κακή μου τύχη•
    что за -! – το κακό δεν είναι μεγάλο, κακό το λες αυτό;•
    то-то и, в том-то и беда – εδώ είναι η ρίζα του κακού.

    Большой русско-греческий словарь > беда

  • 8 давно

    επίρ.
    πριν από πολύ χρόνο, είναι πολύς καιρός που, έχω πολύ καιρό να•

    так давно ύστερα από τόσο καιρό•

    давно ли его не видели? έχετε καιρό να τον ιδήτε;•

    это было давно αυτό συνέβηκε πριν πολύ καιρό•

    не -так давно δεν ειναι και πολύς καιρός.

    εκφρ.
    давно бы так – εννοείται•
    надо было) – από καιρό έτσι έπρεπε η χρειαζόταν.

    Большой русско-греческий словарь > давно

  • 9 Flood

    subs.
    P. κατακλυσμός, ὁ, ἐπίκλυσις, ἡ.
    Wave: P. and V. κλδων, ὁ. κῦμα, τό.
    Stream: P. and V. ῥοή, ἡ, ῥεῦμα, τό; see Stream.
    Be in full flood: P. μέγας ῥεῖν, P. and V. πολὺς ῥεῖν.
    Flood of tears: V. νᾶμα, τό, πλημμυρς, ἡ, νοτς, ἡ, ἐπιρροαί, αἱ (Eur. frag.), πηγή, ἡ.
    In floods ( used of the flow of tears), adv.: P. and V. ἀστακτ.
    met., a flood of troubles, etc.: P. and V. κλδων, ὁ, τρικυμία, ἡ (Plat.), V. κῦμα, τό, ἐπιρροαί, αἱ, P. κατακλυσμός, ὁ.
    Indulge in flood eloquence: P. πολὺς ῥεῖν (Dem. 272).
    ——————
    v. trans.
    P. κατακλύζειν; see Inundate.
    met., overwhelm: P. and V. κατακλύζειν.
    Fill full: P. and V. ἐμπιπλναι; see Fill.
    Having my ears flood with talk: P. διατεθρυλημένος, τὰ ὦτα (Plat., Rep. 358C); see Deluge.

    Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Flood

  • 10 Full

    adj.
    lit. and met., P. and V. μεστός, πλήρης, πλέως, P. ἔμπλεως, περίπλεως, Ar. and P. νάπλεως, V. ἔκπλεως (Eur., Cycl.).
    Full to the brim: Ar. ἐπιχειλής.
    Full of: use adj. given with gen.
    Be full of v.: P. and V. γέμειν (gen.), V. πληθειν (gen. or dat.) (Plat. also but rare P.), πλήθειν (gen.). Ar. and V. βρύειν (gen. or dat.).
    Complete, adj.: P. and V. τέλειος, τέλεος, παντελής, ἐντελής, P. ἐπιτελής.
    Full pay, subs.: Ar. and P. μισθὸς ἐντελής, ὁ.
    In receipt of full pay, adj.: P. ἐντελόμισθος.
    He said he would pay the drachma in full: P. ἔφη δώσειν ἐντελῆ τὴν δράχμην (Thuc. 8, 29).
    Abundant: P. and V. πολύς, ἄφθονος, V. ἐπίρρυτος.
    Be in full flood, v.: P. and V. πολὺς ῥεῖν, P. μέγας ῥεῖν.
    Look full at a thing: P. κατάντικρυ θεᾶσθαί τι, as opposed to ἐκ πλαγίου, sideways (Plat.).
    ——————
    v. trans.
    As a fuller does: P. κνάπτειν, P. and V. ξαίνειν, Ar. κναφεύειν (absol.).

    Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Full

  • 11 Stream

    subs.
    P. and V. ῥοή, ἡ, ῥεῦμα, τό, ῥεῖθρον, τό (Thuc.), ῥοῦς, ὁ (ῥόος in V.), V. ῥέος, τό, χεῦμα, τό, ἐπιρροή, ἡ, λιβδες, αἱ; see Flow.
    Stream of lava: P. ῥύαξ, ὁ; see a lava.
    River: P. and V. ποταμός, ὁ.
    Spring: P. and V. πηγή, ἡ, κρήνη, ἡ, Ar. and V. νᾶμα, τό (also Plat. but rare P.), V. νασμός, ὁ; see Spring.
    Of a stream, adj.: P. and V. πηγαῖος (Plat.), V. κρηναῖος.
    Current: P. ῥεῦμα, τό (Thuc. 2, 102), ῥοή, ἡ (Plat., Crat. 402A).
    Down stream, with the stream: P. κατὰ ῥοῦν, Ar. κατὰ κῦμα... οὔριον (Eq. 433).
    Flow with a strong stream: P. and V. πολὺς ῥεῖν, P. μέγας ῥεῖν.
    met., stream of people: V. ῥεῦμα, τό; see Crowd.
    In streams: use adj.: P. and V. ἁθρόος, πολύς, πυκνός.
    Stream of blood: V. ῥοή, ἡ, πορροή, ἡ, κρουνός, ὁ.
    Stream of tears: V. πηγή, ἡ, πλημμυρς, ἡ, νᾶμα, τό, ἐπιρροή, ἡ (Eur., frag.), νοτς, ἡ.
    In streams: P. and V. ἀστακτ.
    My tears fell in streams: P. ἀστακτὶ ἐχώρει τὰ δάκρυα (Plat., Phaedo, 117C).
    Stream of words: see under Torrent.
    The stream of time: V. οὑπιρρέων χρόνος. (Æsch. Eum. 853).
    ——————
    v. intrans.
    Flow: P. and V. ῥεῖν; see Flow.
    Be carried along: P. and V. φέρεσθαι.
    Drip: P. and V. λείβεσθαι (Plat. but rare P.), καταστάζειν (Xen.), στάζειν (Plat. but rare P.), V. ποστάζειν, σταλάσσειν, διαρραίνεσθαι.
    Stream from ( a thing): P. and V. πορρεῖν.
    Stream in: P. and V. ἐπιρρεῖν.
    Stream with: P. and V. ῥεῖν (dat.), V. στάζειν (dat.), καταστάζειν (dat.αταρρεῖν (dat.), μυδᾶν (dat.).
    Float in air: P. and V. φέρεσθαι, V. ᾄσσεσθαι, ἀΐσσειν, ᾄσσειν; see also Trail.
    met., of people coming together: P. and V. συνέρχεσθαι, P. συρρεῖν (Xen.).
    Stream down: Ar. and P. καταρρεῖν.

    Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Stream

  • 12 требовать

    требовать ζητώ, απαιτώ, αξιώνω \требоваться είμαι απαραίτητος; безл. требуется χρειάζεται, ζητείται; на это требуется много времени γι'αυτό χρειάζεται πολύς καιρός, αυτό απαιτεί πολύ καιρό
    * * *
    ζητώ, απαιτώ, αξιώνω

    Русско-греческий словарь > требовать

  • 13 важный

    важный
    прил
    1. (имеющий большое значение) σπουδαίος, σημαντικός:
    \важныйое открытие ἡ σπουδαία ἀνακάλυψη (или ἐφεύρεση); особо \важныйый βαρυσήμαντος, ἐξαιρετικά σπουδαίος;
    2. (высокопоставленный) σπουδαίος, μεγάλη προσωπικότητα:
    \важныйая ши́шка разг, ирон. σπουδαίο πρόσωπο, μέγας καί πολύς;
    3. (высокомерный) ὑπεροπτικός, ἐπαρμένος:
    ходить с \важныйым видом κορδώνομαι, κομπάζω, κάνω τό σπουδαίο.

    Русско-новогреческий словарь > важный

  • 14 век

    век
    м
    1. (столетие) ὁ αἰώνας, ὁ αἰών. в девятнадцатом \веке στό δέκατο ἐνατο αίῶνα·
    2. (эпоха) ὁ αἰώνας, ἡ ἐποχή:
    золотой \век ὁ χρυσός αἰώνας, ὁ χρυσούς αἰών каменный \век ἡ λίθινη ἐποχἤ средние \века ὁ μεσαίωνας, οἱ μέσοι χρόνοι·
    3. (жизнь) разг ἡ ζωή:
    весь свой \век σ' ὅλη μου τή ζωή· на мой \век хватит ὀσο θά εἶμαι ζωντανός μοῦ φτάνει·
    4. (длительное время) разг ὁ πολύς καιρός:
    мы с тобой целый \век не видались ἐχουμε νά ἰδωθούμε χρόνια καί ζαμάνια· ◊ в кои-то веки разг ἐπί τέλους, ὕστερα ἀπό πολύ καιρό· на веки вечные γιά πάντα, στοός αίῶνες τῶν αίώνων· \век живи́, \век учись погов. γηράσκω ἀεί διδασκόμενος.

    Русско-новогреческий словарь > век

  • 15 вода

    вод||а
    ж τό νερό, τό ὕδωρ:
    дождевая \вода τό νερό τής βροχῆς, τό βρόχινο νερό, τό βροχόνερο, τά δμβρια ὕδατα· питьевая \вода τό πόσιμο νερό· минеральная \вода τό μεταλλικό νερό· пресная \вода τό γλυκό νερό· морская \вода τό θαλασσινό νερό· проточная \вода τό τρεχούμενο νερό· грунтовая \вода τό νερό τοῦ ὑπεδάφους· уровень \водаы ἡ στάθμη τοῦ νερού· посадка на воду ἀβ. ἡ προσθαλάσσωση· держаться на \водае ἐπιπλέω, κρατιέμαι στήν ἐπιφάνεια τοῦ νεροϋ· спускать на воду καθελκύω· ◊ вывести кого-л. на чистую воду ξεσκεπάζω κάποιον, βγάζω τά ἀπλυτα κάποιου στή φόρα· много \водаы утекло́ πέρασε πολύς καιρός· с него как с гуся \вода разг δέν δίνει πεντάρα γιά τίποτε, δέν τοῦ καίγεται καρφί· он \водаы не замутит δέν πειράζει μερμήγκι, εἶναι ἀγαθός (или φιλήσυχος) ἄνθρωπος· словно \водаы в рот набрал σάν νά κατάπιε τή γλώσσα του· как в воду опущенный κατσούφης, στενοχωρημένος· как в во́ду канул ἔγινε ἄφαντος, ἐξαφανίζομαι· как две капли \водаы (о сходстве) ἰδιος καί ἀπαράλλακτος· чувствовать себя как рыба в \водае εἶμαι στό στοιχείο μου· выйти сухим из \водаы βγαίνω λάδι, τή γλυτώνω φτηνά· толочь во́ду в сту́пе κοπανώ ἀέρα· Носить во́ду решетом κουβαλώ νερό μέ τό κόσκινο· чистой \водаώ (о драгоценном камне) γνήσιος· желтая \вода мед. τό γλαύκωμα· тяжелая \вода физ. τό βαρύ ὕδωρ.

    Русско-новогреческий словарь > вода

  • 16 зиачительный

    зиачи́тельн||ый
    прил
    1. (большой) σημαντικός / ἀρκετός, πολύς (о мере, степени, количестве и т. п.):
    \зиачительныйая су́мма τό σημαντικό ποσό·
    2. (важный) σημαντικός, σπουδαίος, σοβαρός:
    играть \зиачительныйую роль παίζω σπουδαίο ρόλο· \зиачительныйые события σημαντικά γεγονότα·
    3. (выразительный) ἐκφραστικός, ἐμφαντικός, μέ σημασία:
    \зиачительныйый взгляд τό ἐκφραστικό βλέμμα.

    Русско-новогреческий словарь > зиачительный

  • 17 изрядный

    изрядн||ый
    прил πολύς, σημαντικός, ἀρκετά μεγάλος:
    \изрядныйая су́мма σημαντικό (ΐοσό· \изрядныйое расстояние ἀρκετά μεγάλη ἀπόσταση.

    Русско-новогреческий словарь > изрядный

  • 18 много

    много
    нареч πολύ:
    \много лет πολλά χρόνια· \много раз πολλές φορές, πολλάκις· очень \много πάρα πολύ· это слишком \много εἶναι πάρα πολύ· так \много τόσο πολύ· ·\много больше πολύ περισσότερο· \много шу́му из ничего́ πολύς θόρυβος γιά τό τίποτε· \много знать ξέρω πολλά· ◊ни \много и и ма́ло οὔτε λίγο, ὁὔτε πολύ.

    Русско-новогреческий словарь > много

  • 19 наваливать

    наваливать
    несов, навалить сов σωριάζω, συσσωρεύω (в кучу, беспорядочно)! φορτώνω (какой-л. груз):
    \наваливать дрова́ в сарай σωριάζω τά ξύλα στήν ἀποθήκη·
    2. (обязанности и т. п.) разг ἐπιβαρύνω, φορτώνω·
    3. безл:
    навалило много сиегу σώριασε πολύ χιόνι· навалило много народу разг μαζεύτηκε πολύς κόσμος.

    Русско-новогреческий словарь > наваливать

  • 20 особенно

    особенн||о
    нареч
    1. (в особенности) ἰδιαίτερα, ιδιαιτέρως·
    2. (необычно) ἰδιαίτερα, ἰδιαιτέρως, ἀσυνήθιστα, ίδιαζόνιως / ἐξαιρετικά [-ῶς] (чрезвычайно):
    \особенно быстро ἐξαιρετικά γρήγορα· \особенно важный ἐξαιρετικά σπουδαίος· это \особенно серьезный случай αὐτό εἶναι πολύ σοβαρή περίπτωση· ◊ не \особенно разг ὄχι καί πολύ· не \особенно давно δέν πέρασε καί πολύς καιρός.

    Русско-новогреческий словарь > особенно

См. также в других словарях:

  • πολύς — πολύς, πολλή, πολύ πληθ. πολλοί, πολλές, πολλά, γεν. ών, μεγάλος στον αριθμό, στο ποσό, στο πλήθος …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • πολύς — many masc nom sg (attic epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πολύς — πολλή, πολύ, ΝΜΑ, και επικ. τ. πουλύς, πουλύ και ιων. τ. πολλός, ή, όν, Α 1. (για αριθμό και συχνά με ονόματα τα οποία δηλώνουν την έννοια τού πλήθους) αυτός που υπάρχει ή γίνεται σε μεγάλη ποσότητα (α. «συγκεντρώθηκε πολύς λαός για να τόν… …   Dictionary of Greek

  • Πολὺς λαός, ὀλίγοι δὲ ἄνθρωποι. — См. Людей нет! …   Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)

  • πολλᾶν — πολύς many fem gen pl (doric) πολύς many masc/fem gen pl (doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πολλέων — πολύς many fem gen pl (epic ionic) πολύς many masc/fem gen pl (epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πολλῶν — πολύς many fem gen pl πολύς many masc/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πολλόν — πολύς many masc acc sg (ionic) πολύς many neut nom/voc/acc sg (ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πουλύ — πολύς many masc voc sg (epic) πολύς many neut nom/voc/acc sg (epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πολλή — πολύς, πολλή, πολύ πληθ. πολλοί, πολλές, πολλά, γεν. ών, μεγάλος στον αριθμό, στο ποσό, στο πλήθος …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • πολύ — πολύς, πολλή, πολύ πληθ. πολλοί, πολλές, πολλά, γεν. ών, μεγάλος στον αριθμό, στο ποσό, στο πλήθος …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»