-
1 νατῆρες
νατῆρες· ὑπηρέται, ἢ κεραμίδες, Hsch. [full] νατταρέον· πολύρρουν, Id. (leg. [full] νᾶτορ· ῥέων, πολύρρους).Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > νατῆρες
См. также в других словарях:
νατταρέον — (Α) (κατά τον Ησύχ.) «πολύρρουν» … Dictionary of Greek
πολύρρους — ους, και οος, οον, ΜΑ μσν. μτφ. (για λόγο) αυτός που κυλάει, που ρέει («τὸ πολύρρουν τῆς φράσεως», Ευστ.) αρχ. αυτός που ρέει με αφθονία, που έχει πλούσια ροή. [ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ * + ρροος / ρροῦς (< ῥέω), πρβλ. βαθύ ρρους] … Dictionary of Greek