Перевод: со всех языков на греческий

с греческого на все языки

πολύν

  • 1 долго

    επίρ.
    πολύ (χρόνο), επί μακρόν χοό-νον, πολύν καιρό, πολλή ώρα• μακρώς, παρατεταμένα• διεξοδικά•

    долго пришлось ждать χρειάστηκε πολύ να περιμένω•

    долго жить ζω πολλά χρόνια, μακροημερεύω•

    он долго болел αυτός ήταν πολύν καιρό άρρωστος•

    за долго до πολύν (καιρό) πριν•

    это дело долго тянется αυτή η υπόθεση πολύ τραβάει (τραινάρει)•

    мы разговаривали долго εμείς μιλούσαμε πολύ ώρα.

    εκφρ.
    долго ли, коротко ли – αργά ή γρήγορα• άγνωστο πόσον καιρό, πολύ-λίγο καιρό•
    долго ли до греха ή до беды – δεν αργεί να συμβεί το•
    иаио• как долго – πόσον• καιρό.

    Большой русско-греческий словарь > долго

  • 2 давний

    давн||ий
    прил παληός, παλαιός / μα-κρυνός (далекий):
    с \давнийих пор ἀπό τά παληά χρόνια, ἀπό πολύν καιρό, πρό πολλού.

    Русско-новогреческий словарь > давний

  • 3 прождать

    прождать
    сов περιμένω, ἀναμένω, καρτερώ (πολύν καιρόν).

    Русско-новогреческий словарь > прождать

  • 4 залежалый

    επ.
    αχρησιμοποίητος από πολύν καιρό• πολυκαιρισμένος, παλιός, χαλασμένος.

    Большой русско-греческий словарь > залежалый

  • 5 засидеться

    -сижусь, -сидишься
    ρ.σ.
    παραρακάθομαι, θρονιάζομαι, καλοκάθομαι, καλοστρώνομαι, στρογγυλοκάθομαι•

    засидеться в гостях παρακάθομαι μουσαφίρης.

    || μτφ. μένω επί πολύ σ’ ένα μέρος.
    εκφρ.
    засидеться в девках ή в девицах, в невестах – μένω πολύν καιρό ανύπαντρη, αργώ να παντρευτώ.

    Большой русско-греческий словарь > засидеться

  • 6 лёжка

    θ.
    1. οριζόντια τοποθέτηση. || πολυν.αίρισμα (για τρόφιμα, εμπορεύματα).
    2. άπλωμα•

    лёжка льна άπλωμα του λιναριού.

    3. βλ. лежбище.
    εκφρ.
    лежать в -у – είμαι καρφωμένος στο κρεβάτι (βαριά άρρωστος).

    Большой русско-греческий словарь > лёжка

  • 7 нагореваться

    -руюсь, -руешься
    ρ.σ. θλίβομαι πολύ ή για πολύν καιρό.

    Большой русско-греческий словарь > нагореваться

  • 8 прошествие

    -я ουδ: по -и λήγοντας• μετά τη λήξη, στο τέλος, στη λήξη• εκπνέοντας-παρελθόντος•

    по -и года τελειώνοντας ο χρόνος•

    по -и времени παρελθόντος του χρόνου•

    по -и долгого времени μετά από πολύν καιρό•

    по -и срока με τη λήξη της προθεσμίας.

    Большой русско-греческий словарь > прошествие

  • 9 соль

    -и, γεν. πλθ. -ей θ.
    1. αλάτι,• сыпать соль ρίχνω αλάτι,• крупная соль χοντρό αλάτι•

    мл-кая соль ψιλό αλάτι•

    столовая соль τριμμένο (ψιλό) αλάτι•

    кухонная соль αλάτι μαγειρικό (χο-τρό)•

    суп без -и σούπα ανάλατη•

    соль земли ορυκτό αλάτι.

    2. μτφ. εξυπνάδα, λεπτότητα λόγου, πνεύματος.
    3. μτφ. το κύριο (βασικό)νόημα, η ουσία• η σημασία.
    εκφρ.
    глауберова соль – αλάτι Γκλάουμπερ (νάτριο θε κό)•
    много ή пуд, куль -и съели с ним – φάγαμε ψωμί κι αλάτι μ αυτόν (ζήσαμε πολύν καιρό μαζί μ αυτόν).
    ουδ. άκλ. (μουσ.) το σολ.

    Большой русско-греческий словарь > соль

  • 10 стоустый

    επ. (γραπ. λόγος) από εκατό στόματα (διαδιδόμενος), από πολύν κόσμο.

    Большой русско-греческий словарь > стоустый

  • 11 стоять

    стою, стоишь, προστκ. стой.
    επιρ. μτχ. стоя
    ρ.δ.
    1. στέκομαι ορθός•

    стоять у окна στέκομαι όρθιος στο παράθυρο•

    стоять перед зеркалом στέκομαι μπροστά στον καθρέφτη.

    || στηρίζομαι•

    стоять на ногах στέκομαι στα πόδια•

    -на коленях στέκομαι στα γόνατα•

    стоять на цыпочках στέκομαι στα δάχτυλα•

    стоять на голове στέκομαι στο κεφάλι (με τα πόδια άνω)•

    стоять на на руки στέκομαι (στηριζόμενος) στα χέριο: (με τα πόδια άνω)•

    волосы -ят дыбом τα μαλλιά στέκονται ορθωμένα.

    2. εκτελώ κάτι όρθιος•

    стоять у станка εργάζομαι όρθιος στη εργα-τομηχανή•

    стоять на посту στέκομαι στο πόστο•

    -в карауле στέκομαι στο καραούλι(σκοπιά, παρατηρητήριο)•

    стоять на молитве προσεύχομαι όρθιος.

    3. καταλύω, σταθμεύω•

    стоять лагерем στρατοπεδεύω• κατασκηνώνω;

    4. (στρατ.) παίρνω μέρος, υπερασπίζω•

    стоять на обороне παίρνω μέρος στην άμυνα.

    || αμύνομαι, κρατώ γερά•

    насмерть αμύνομαι μέχρι εσχάτων.

    || μτφ. είμαι υπέρ• με το μέρος• υπερασπίζω•

    стоять за мир υπερασπίζω την ειρήνη•

    стоять за народ υπερασπίζω το λαό,

    μτφ. είμαι της γνώμης, επιμένω στη γνώμη μου, είμαι σταθερός στη γνώμη μου ή την άποψη μου.
    5. (με το αρνητικό μόριο не) δεν τσιγκουνεύομαι, δε λυπάμαι.
    6. στέκομαι, είμαι, βρίσκομαι•

    лстица -ит у стены η σκάλα στέκεται στον τοίχο•

    печка -ит в углу η θερμάστρα είναι στη γωνία.

    7. ορθώνομαι εγείρομαι•

    перед нами -ят большие идеалы μπροστά μας στέκονται (ορθώνονται μεγάλα ιδανικά (ιδεώδη).

    8. μτφ. είμαι, κατέχω θέση, βρίσκομαι•

    у честного человека труд -ит на первом месте για τον τίμιο άνθρωπο η εργασία κατέχει την πρώτη θέση ή βρίσκεται στην πρώτη γραμμή.

    || κυρλξ. κ. μτφ. στηρίζομαι•

    дом -ит на фундаменте το σπίτι στηρίζεται στα θεμέλια•

    государство -ит на солдате το κράτος στηρίζεται στο στρατιώτη.

    || υπάρχω, είμαι•

    на бумаге -ит печать στο χαρτί (έγγραφο) υπάρχει σφραγίδα.

    10. κυρλξ. κ. μτφ. ακινητώ•

    вода в пруду всегда -ит το νερό στη δεξαμενή πάντοτε μένει ακίνητο (στέκεται)•

    время не -ит ο χρόνος κυλάει•

    работа -ит η δουλειά σταματά.

    11. είμαι (για κατάσταση)•

    -ит жара είναι ζέστη•

    комнаты -ят пустыми τα δωμάτια είναι άδεια•

    -ит тишина είναι ησυχία•

    погода -ит холодная ο καιρός είναι ψυχρός•

    -ял полдень ήταν μεσημέρι•

    -ло лето ήταν καλοκαίρι•

    -ла ночь ήταν νύχτα.

    || δείχνω•

    барометр -ит на „ясно το βαρόμετρο δείχνει αίθριος.

    12. διατηρούμαι, κρατώ•

    варенье может стоять долго το γλυκό του κουταλιού μπορεί να διατηρηθεί πολύν καιρό.

    13. δε λειτουργώ•

    часы стоять το ρολόι δε δουλεύει (είναι σταματημένο).

    || μτφ. δεν προχωρώ• δεν προοδεύω, δεν πάω μπροστά•

    работа -ит η δουλειά δεν προχωρεί.

    14. προστκ. стой(те) σταμάτα, -τάτε.
    εκφρ.
    стоять во главе – α) είμαι επικεφαλής, β) αρχηγεύω, είμαι, αρχηγός•
    стоять за спиной; стоять за кем:
    α) έχω στην καμπούρα μου• за моей спиной -ят шестьдесят лет – στην καμπούρα μου έχω εξήντα χρόνια.
    β) κρύβομαι, πίσω από κάποιον (προστατεύω, καθοδηγώ κρυφά)•
    стоять на карте ή на кону – επαφίεμαι στην τύχη•
    стоять на реальной ή тврдой почве – πατώ γερά, στηρίζομαι σταθερά•
    стоять над чьей душой; над кем – στέκομαι πάνω από το κεφάλι κάποιου (ενοχλώ), γίνομαι φόρτωμα σε κάποιον•
    стоять у власти – ασκώ την εξουσία, εξουσιάζω(κυβερνώ)•
    стоять у ворот ή у порога – πλησιάζω πολύ, επί θύραις•
    стоять близко к кому и стоять близко, около кого – α) συσχετίζομαι, συνδέομαι στενά, β) πρόσκειμαι•
    стоять вше кого – στέκομαι πάνω από κάποιον (είμαι ανώτερος κάποιου)•
    стоять выше чего – στέκομαι πάνω από κάτι (δε δίνω σημασία, προσοχή).

    Большой русско-греческий словарь > стоять

  • 12 там

    επίρ.
    1. εκεί, σε κείνο το μέρος•

    я там долго жил εκεί έζησα πολύν καιρό•

    кто -? ποιος είν εκεί;•

    там я провл свою молодость εκεί πέρασα τα νεανικά μου χρόν ια• -• наверху εκεί επάνω•

    там внизу εκεί κάτω•

    там же στο ίδιο μέρος.

    2. μετά, έπειτα, ύστερα•

    там видно будет μετά θα δούμε•

    там посмотрим, что делать μετά θα δούμε τι θα κάνομε.

    3. επιτακ. μόριο• τι λες (εκεί)• (περιφρ.) κάτι τιποτένιο, αμφίβολο, αόριστο.
    εκφρ.
    там и тут; там и сям; —сям; тут и там – εκεί κι εδώ• εδώ και κει•
    то тут, то -; то, то тут; то, то сям – ποτ εδώ, ποτ εκεί• πότ εκεί, πότ εδώ•
    что тамκ. чего там τίποτε δεν είναι εκεί (μη φοβάσαι, μη ντρέπεσαι, μη συστέλλεσαι).

    Большой русско-греческий словарь > там

  • 13 удержать

    удержу, удержишь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. удержанный, βρ: -жан, -а, -о ρ.σ.μ.
    1. κρατώ, συγκρατώ, βαστώ•

    удержать кого–нибудь от падения κρατώ κάποιον να μην πέσει•

    удержать тяжлый предмет на руках κρατώ βαρύ αντικείμενο στα χέρια•

    кучер не -ал лошадей ο αμαξάς δε μπόρεσε να συγκρατήσει τα άλογα•

    неприятеля αναχαιτίζω τον εχθρό.

    2. δεν αφήνω να φύγει•

    мы хотели уйти, но дедушка нас -ал θέλαμε να φύγουμε, όμως ο παππούς μας κράτησε.

    3. μτφ. περιορίζω•

    -жи твой язык μάζεψε τη γλώσσα σου (λίγα τα λόγια σου).

    4. αφήνω•

    удержать за собой сто рублей κρατώ για τον εαυτό μου εκατό ρούβλια.

    || διατηρώ•

    удержать в памяти κρατώ στη μνήμη.

    (στρατ.) διατηρώ•

    приказ удержать захватить и удержать мост διαταγή удержать να καταληφθεί και να κρατηθεί η γέφυρα.

    || (για αποδοχές, μισθό)• κάνω κρατήσεις.
    1. κρατιέμαι•

    еле -лся на ногах μόλις μπόρεσα να κρατηθώ στα πόδια•

    я не смог удержать δεν μπόρεσα να κρατηθώ.

    2. διατηρούμαι• διαρκώ•

    их мнение про меня -лась долго η γνώμη τους για μένα διατηρήθηκε πολύν καιρό.

    || δεν παραδίνω τη θέση, δεν υποχωρώ•

    отряд -лся на прежних позициях το τμήμα κρατήθηκε στις θέσεις του.

    || παραμένω•

    он -лся на службе αυτός παρέμεινε στην υπηρεσία.

    3. συγκρατιέμαι, είμαι εγκρατής; απέχω, αποφεύγω•

    удержать от смеха συγκρατιέμαι από τα γέλια•

    удержать от слз συγκρατιέμαι από τα δάκρυα (συγκρατώ τα δάκρυα)•

    удержать от пьянства αποφεύγω το μεθύσι.

    Большой русско-греческий словарь > удержать

  • 14 Deluge

    subs.
    P. κατακλυσμός, ὁ, ἐπίκλυσις, ἡ; see Flood.
    ——————
    v. trans.
    P. κατακλύζειν.
    met., P. and V. κατακλύζειν; see Overwhelm.
    Having deluged our ears with a continuous stream of talk: P. ἡμῶν καταντλήσας κατὰ τῶν ὤτων ἁθρόον καὶ πολὺν τὸν λόγον (Plat., Rep. 344D).
    Having my ears deluged with talk: P. διατεθρυλημένος τὰ ὦτα (Plat., Rep. 358C).

    Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Deluge

См. также в других словарях:

  • πολύν — πολύς many masc acc sg (attic epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Fass ohne Boden — Pi Inhaltsverzeichnis 1 πάθει μάθος 2 Παθήματα μαθήματα …   Deutsch Wikipedia

  • Geflügelte Worte (Antike) — Alpha und Omega, Anfang und Ende, kombiniert zu einem Buchstaben Diese Liste ist eine Sammlung alt und neugriechischer Phrasen, Sprichwörter und Redewendungen. Sie beschreibt ihren Gebrauch und gibt, wo möglich, die Quellen an. Graeca non… …   Deutsch Wikipedia

  • Differences between codices Sinaiticus and Vaticanus — Codex Sinaiticus and Codex Vaticanus, two of great uncial codices, representatives of the Alexandrian text type, are considered excellent manuscript witnesses of the text of the New Testament. Most critical editions of the Greek New Testament… …   Wikipedia

  • BRENNUS — I. BRENNUS Gallorum Senonum Dux, qui cum 300. armatorum milibus in Italiam irrumpens, Clusium, hodie Chiusi, in Tuscia, obsedit, inde a Romanis, quorum opem obsessi imploraverant, depulsus: in hos proin armis conversis, illos apud Alliam fluv.… …   Hofmann J. Lexicon universale

  • πολύς — πολλή, πολύ, ΝΜΑ, και επικ. τ. πουλύς, πουλύ και ιων. τ. πολλός, ή, όν, Α 1. (για αριθμό και συχνά με ονόματα τα οποία δηλώνουν την έννοια τού πλήθους) αυτός που υπάρχει ή γίνεται σε μεγάλη ποσότητα (α. «συγκεντρώθηκε πολύς λαός για να τόν… …   Dictionary of Greek

  • Blonde Bestie — Geflügelte Worte   A B C D E F G H I J K L M N O …   Deutsch Wikipedia

  • Bonanox — Geflügelte Worte   A B C D E F G H I J K L M N O …   Deutsch Wikipedia

  • Business as usual — Geflügelte Worte   A B C D E F G H I J K L M N O …   Deutsch Wikipedia

  • Liste geflügelter Worte/B — Geflügelte Worte   A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W Y Z Inhaltsverzeichnis …   Deutsch Wikipedia

  • Theopompos (Sparta) — Theopompos (altgr. Θεόπομπος) war etwa 720 bis 675 v. Chr. spartanischer König aus dem Haus der Eurypontiden. Seine genaue Herrschaftszeit ist nicht bekannt. Glaubt man der Überlieferung von Apollodor von Artemita, erstreckte sie sich von 770 v.… …   Deutsch Wikipedia

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»