-
1 πολυλογος
-
2 πολύλογος
η, ο [ος, ον ], πολύλόγος, ος, ον многословный; болтливый -
3 πολύλογος
[полилогос] επ болтливый, многословный. -
4 φιλολογος
21) любящий поговорить, словоохотливый, разговорчивый(φ. τε καὴ πολύλογος Plat.)
2) любящий вести ученую беседу(φιλόσοφός τε καὴ φ. Plat.)
3) любящий науки, ученый Arst., Plut.4) поздн. изучающий старинных авторов
См. также в других словарях:
πολύλογος — loquacious masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πολύλογος — η, ο, ΝΜΑ 1. πολυλογάς, φλύαρος 2. αυτός που λέγεται με πολλά λόγια. επίρρ... πολυλόγως Α με πολλά λόγια, με πολυλογία. [ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ * + λογος* (< λέγω), πρβλ. ομό λογος, φιλό λογος] … Dictionary of Greek
πολυλόγως — πολύλογος loquacious adverbial πολύλογος loquacious masc/fem acc pl (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πολύλογον — πολύλογος loquacious masc/fem acc sg πολύλογος loquacious neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πολυλογώτερα — πολύλογος loquacious neut nom/voc/acc comp pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πολυλογώτερος — πολύλογος loquacious masc nom comp sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πολυλόγοις — πολύλογος loquacious masc/fem/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πολυλόγου — πολύλογος loquacious masc/fem/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πολυλόγους — πολύλογος loquacious masc/fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πολυλόγων — πολύλογος loquacious masc/fem/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πολυλόγῳ — πολύλογος loquacious masc/fem/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)