-
1 πολυ-πρόβατος
πολυ-πρόβατος, reich an Schaafen, Heerden oder Zuchtvieh; Schol. Il. 2, 705; Φρύγες πολυπροβατώτατοι, Her. 5, 49.
-
2 πολυπρόβατος
πολυ-πρόβατος, reich an Schafen, Herden oder Zuchtvieh
См. также в других словарях:
πολυπρόβατος — ον, Α αυτός που έχει πολλά πρόβατα. [ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ * + πρόβατον (πρβλ. καλλι πρόβατος)] … Dictionary of Greek