-
1 πολυτιμητος
2 и 31) глубокопочитаемый, высокочтимый(θεοί, Αἰσχύλος Arph.; μαντική Plut.)
2) высоко ценящийся, дорогой(σῖτος Arph.; χώρα Plut.)
-
2 πολυτίμητος
πολυτί̱μητος, πολυτίμητοςhighly honoured: masc nom sgπολυτί̱μητος, πολυτίμητοςhighly honoured: masc /fem nom sg -
3 πολυτίμητος
η, ο [ος, ον ] высокочтимый, многоуважаемый -
4 πολυτίμητος
A highly honoured, freq. used in addressing a divinity, Ἀφροδίτη [Parm.]20;ὦ Ζεῦ πολυτίμητ' Pherecr.73
, Ar.Fr. 319;ὦ πολυτίμηθ' Ἠράκλεις Id.Ach. 807
;ὦ π. θεοί Id.V. 1001
; ;ὦ π. Νεφέλαι Id.Nu. 269
;ὦ π. Αἰσχύλε Id.Ra. 851
; and (ironically)ὦ π. Εὐθύδημε Pl.Euthd. 296d
; so τὸ π. ἰατρεῖον, of Aristotle, Timae. ap. Plb.12.8.4.II at a high price, very costly, Epich.71, Ar.Fr.387.9, Alex.Trall.1.15; with play on signf. 1, [σῖτος] π. ᾇπερ τοὶ θεοί Ar.Ach. 759
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > πολυτίμητος
-
5 πολυτίμητος,
πολυ-τίμητος, u. πολυ-τίμιος, sehr od. hoch geehrt; gew. Beiwort einer Gottheit; auch = hoch im Preise, teuer -
6 πολυτιμήτω
πολυτῑμήτω, πολυτίμητοςhighly honoured: masc /neut nom /voc /acc dualπολυτῑμήτω, πολυτίμητοςhighly honoured: masc /neut gen sg (doric aeolic)πολυτῑμήτω, πολυτίμητοςhighly honoured: masc /fem /neut nom /voc /acc dualπολυτῑμήτω, πολυτίμητοςhighly honoured: masc /fem /neut gen sg (doric aeolic)——————πολυτῑμήτῳ, πολυτίμητοςhighly honoured: masc /neut dat sgπολυτῑμήτῳ, πολυτίμητοςhighly honoured: masc /fem /neut dat sg -
7 πολυτίμηθ'
πολυτί̱μητα, πολυτίμητοςhighly honoured: neut nom /voc /acc plπολυτί̱μητα, πολυτίμητοςhighly honoured: neut nom /voc /acc plπολυτί̱μητε, πολυτίμητοςhighly honoured: masc voc sgπολυτί̱μητε, πολυτίμητοςhighly honoured: masc /fem voc sgπολυτί̱μηται, πολυτίμητοςhighly honoured: fem nom /voc pl -
8 πολυτίμητ'
πολυτί̱μητα, πολυτίμητοςhighly honoured: neut nom /voc /acc plπολυτί̱μητα, πολυτίμητοςhighly honoured: neut nom /voc /acc plπολυτί̱μητε, πολυτίμητοςhighly honoured: masc voc sgπολυτί̱μητε, πολυτίμητοςhighly honoured: masc /fem voc sgπολυτί̱μηται, πολυτίμητοςhighly honoured: fem nom /voc pl -
9 πολυτίμητον
πολυτί̱μητον, πολυτίμητοςhighly honoured: masc acc sgπολυτί̱μητον, πολυτίμητοςhighly honoured: neut nom /voc /acc sgπολυτί̱μητον, πολυτίμητοςhighly honoured: masc /fem acc sgπολυτί̱μητον, πολυτίμητοςhighly honoured: neut nom /voc /acc sg -
10 πολυτιμήτων
πολυτῑμήτων, πολυτίμητοςhighly honoured: fem gen plπολυτῑμήτων, πολυτίμητοςhighly honoured: masc /neut gen plπολυτῑμήτων, πολυτίμητοςhighly honoured: masc /fem /neut gen pl -
11 πολυτιμήτοις
πολυτῑμήτοις, πολυτίμητοςhighly honoured: masc /neut dat plπολυτῑμήτοις, πολυτίμητοςhighly honoured: masc /fem /neut dat pl -
12 πολυτιμήτου
πολυτῑμήτου, πολυτίμητοςhighly honoured: masc /neut gen sgπολυτῑμήτου, πολυτίμητοςhighly honoured: masc /fem /neut gen sg -
13 πολυτιμήτους
πολυτῑμήτους, πολυτίμητοςhighly honoured: masc acc plπολυτῑμήτους, πολυτίμητοςhighly honoured: masc /fem acc pl -
14 πολυτίμητα
πολυτί̱μητα, πολυτίμητοςhighly honoured: neut nom /voc /acc plπολυτί̱μητα, πολυτίμητοςhighly honoured: neut nom /voc /acc pl -
15 πολυτίμητε
πολυτί̱μητε, πολυτίμητοςhighly honoured: masc voc sgπολυτί̱μητε, πολυτίμητοςhighly honoured: masc /fem voc sg -
16 πολυτίμητοι
πολυτί̱μητοι, πολυτίμητοςhighly honoured: masc nom /voc plπολυτί̱μητοι, πολυτίμητοςhighly honoured: masc /fem nom /voc pl -
17 πολυτιμήτ'
πολυτῑμήτᾱͅ, πολυτίμητοςhighly honoured: fem dat sg (doric aeolic) -
18 πολυτιμήτη
πολυτῑμήτη, πολυτίμητοςhighly honoured: fem nom /voc sg (attic epic ionic) -
19 kıymetli
πολύτιμος, πολυτίμητος, βαρύτιμος, ακριβός
См. также в других словарях:
πολυτίμητος — η, ο / πολυτίμητος, ον, θηλ. και ήτη, ΝΜΑ, δωρ. τ. πολυτίματος, ον, Α 1. αυτός στον οποίο αποδίδονται μεγάλες ή ιδιαίτερες τιμές, που τόν εκτιμούν ή τόν σέβονται πολύ («πολυτίμητος Ἀφροδίτη», Παρμ.) 2. πανάκριβος, βαρύτιμος, πολύτιμος. επίρρ...… … Dictionary of Greek
πολυτίμητος — πολυτί̱μητος , πολυτίμητος highly honoured masc nom sg πολυτί̱μητος , πολυτίμητος highly honoured masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πολυτίμητος — η, ο 1. αυτός που τον τιμούν πολύ, που τον εκτιμούν πολύ: Πολυτίμητο πρόσωπο. 2. πολύτιμος, βαρύτιμος, μεγάλης αξίας … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
πολυτίμηθ' — πολυτί̱μητα , πολυτίμητος highly honoured neut nom/voc/acc pl πολυτί̱μητα , πολυτίμητος highly honoured neut nom/voc/acc pl πολυτί̱μητε , πολυτίμητος highly honoured masc voc sg πολυτί̱μητε , πολυτίμητος highly honoured masc/fem voc sg… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πολυτίμητ' — πολυτί̱μητα , πολυτίμητος highly honoured neut nom/voc/acc pl πολυτί̱μητα , πολυτίμητος highly honoured neut nom/voc/acc pl πολυτί̱μητε , πολυτίμητος highly honoured masc voc sg πολυτί̱μητε , πολυτίμητος highly honoured masc/fem voc sg… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πολυτιμήτω — πολυτῑμήτω , πολυτίμητος highly honoured masc/neut nom/voc/acc dual πολυτῑμήτω , πολυτίμητος highly honoured masc/neut gen sg (doric aeolic) πολυτῑμήτω , πολυτίμητος highly honoured masc/fem/neut nom/voc/acc dual πολυτῑμήτω , πολυτίμητος… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πολυτίμητον — πολυτί̱μητον , πολυτίμητος highly honoured masc acc sg πολυτί̱μητον , πολυτίμητος highly honoured neut nom/voc/acc sg πολυτί̱μητον , πολυτίμητος highly honoured masc/fem acc sg πολυτί̱μητον , πολυτίμητος highly honoured neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πολυτιμήτων — πολυτῑμήτων , πολυτίμητος highly honoured fem gen pl πολυτῑμήτων , πολυτίμητος highly honoured masc/neut gen pl πολυτῑμήτων , πολυτίμητος highly honoured masc/fem/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πολυτιμήτοις — πολυτῑμήτοις , πολυτίμητος highly honoured masc/neut dat pl πολυτῑμήτοις , πολυτίμητος highly honoured masc/fem/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πολυτιμήτου — πολυτῑμήτου , πολυτίμητος highly honoured masc/neut gen sg πολυτῑμήτου , πολυτίμητος highly honoured masc/fem/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πολυτιμήτους — πολυτῑμήτους , πολυτίμητος highly honoured masc acc pl πολυτῑμήτους , πολυτίμητος highly honoured masc/fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)