-
1 πολυτέλεια
luxe
См. также в других словарях:
πολυτελεία — πολυτελείᾱ , πολυτέλεια great expense fem nom/voc/acc dual πολυτελείᾱ , πολυτέλεια great expense fem nom/voc/acc dual (ionic) πολυτελείᾱ , πολυτέλεια great expense fem nom/voc sg (attic doric ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πολυτελείᾳ — πολυτελείᾱͅ , πολυτέλεια great expense fem dat sg (attic doric aeolic) πολυτελείᾱͅ , πολυτέλεια great expense fem dat sg (attic doric ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πολυτέλεια — great expense fem nom/voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πολυτέλεια — η 1. καθετί που αποτελεί περιττή δαπάνη: Να έχουμε τα απαραίτητα και να λείπουν οι πολυτέλειες. 2. πλούτος, πλούσια εμφάνιση, λούσο: Μεγάλη πολυτέλεια έχουν στο σπίτι τους … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
πολυτέλεια — η, ΝΑ [πολυτελής] 1. το να ζει κανείς ξοδεύοντας πολλά χρήματα, πολυδάπανα («τὴν εὐδαιμονίαν οἰομένῳ τρυφὴν καὶ πολυτέλειαν εἶναι», Ξεν.) 2. ο πλούτος τής εμφάνισης, η μεγαλοπρέπεια, το λούσο νεοελλ. 1. (οικον.) η χρήση αντικειμένων και η δαπάνη… … Dictionary of Greek
πολυτελείας — πολυτελείᾱς , πολυτέλεια great expense fem acc pl πολυτελείᾱς , πολυτέλεια great expense fem gen sg (attic doric aeolic) πολυτελείᾱς , πολυτέλεια great expense fem acc pl (ionic) πολυτελείᾱς , πολυτέλεια great expense fem gen sg (attic doric… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πολυτελείαι — πολυτελείᾱͅ , πολυτέλεια great expense fem dat sg (attic doric aeolic) πολυτελείᾱͅ , πολυτέλεια great expense fem dat sg (attic doric ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πολυτελειῶν — πολυτέλεια great expense fem gen pl πολυτέλεια great expense fem gen pl (ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πολυτελείαις — πολυτέλεια great expense fem dat pl πολυτέλεια great expense fem dat pl (ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πολυτελείαν — πολυτελείᾱν , πολυτέλεια great expense fem acc sg (attic doric ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πολυτέλειαι — πολυτέλεια great expense fem nom/voc pl πολυτέλεια great expense fem nom/voc pl (ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)