-
1 πολύ-παταξ
πολύ-παταξ, αγος, viel geschlagen, gestampft (πατάσσω), nur πολυπάταγα ϑυμέλαν, Pratin. bei Ath. XIV, 617 c, wo viel getanzt wird, oder viel Beifall geklatscht wird. Da der nom. nicht vorkommt, nimmt es Buttm. für einen heteroklitischen accus. zu πολυπάταγος.
-
2 πολύπαταξ
πολύ-παταξ, αγος, viel geschlagen, gestampft; πολυπάταγα ϑυμέλαν, wo viel getanzt wird, oder viel Beifall geklatscht wird
См. также в других словарях:
πολυπάταξ — άγος, ὁ, ἡ, Α αυτός που αντηχεί από τον θόρυβο, από ποδοκροτήματα χορευτών, από χειροκροτήματα θεατών («πολυπάταγα θυμέλαν», Πρατίν. Λυρ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ* + παταξ, αγος (< πάταγος)] … Dictionary of Greek