-
1 θανατος
(θᾰ) ὅ1) смерть(ἐν τῇ ζωῇ καὴ ἐν πᾶσι θανάτοις Plat.; γένεσις καὴ θ. Arst.; θ. αἰφνίδιος Plut.)
θανέειν οἰκτίστῳ θανάτῳ Hom. — умереть самой жалкой смертью;στρατηγοῦ θάνατον ἀποθνῄσκειν Plut. — умереть смертью полководца;θ. τάδ΄ ἀκούειν Soph. — слышать это - смерти подобно (ср. «горше смерти»);ἥ πληγέ τοῦ θανάτου NT. — смертельная рана;χώρα καὴ σκιὰ θανάτου NT. = ὅ ᾅδης2) умерщвление, убийство(δεσποτῶν Aesch.; οἱ ἐν τῷ φανερῷ θάνατοι Arst.)
ἐπίκουρος ἀδήλων θανάτων Soph. — мститель за неведомо кем совершенное убийство (Лаия);θάνατοι αὐθένται Aesch. — убийство близких3) смертный приговор, казньπολλῶν θανάτων ἄξιος Dem. — достойный тысячи казней;
περὴ θανάτου διώκειν Xen. — преследовать по обвинению, грозящему смертной казнью;θανάτου χρίνεσθαι Thuc. — быть под судом по делу, угрожающему смертным приговором;(κατα)δεῖν τέν ἐπὴ θανάτῳ (sc. δέσιν) Her. — связать для ведения на казнь;4) мертвец, труп
См. также в других словарях:
υφέρπω — ὑφέρπω ΝΜΑ [ἕρπω] 1. σέρνομαι κάτω από κάτι και, κατ επέκτ., σέρνομαι κρυφά, χωρίς να γίνομαι αντιληπτός (α. «οι στρατιώτες προχωρούσαν προς το αντίπαλο στρατόπεδο υφέρποντας ανάμεσα στην πυκνή βλάστηση» β. «οἷσιν... ὑφέρπει πικρὸς ὄφις», Γρηγ.… … Dictionary of Greek
Ιαπωνία — Επίσημη ονομασία: Αυτοκρατορία της Ιαπωνίας Έκταση: 377.835 τ. χλμ. Πληθυσμός: 126.771.662 (2001) Πρωτεύουσα: Τόκιο (8.130.408 κάτ. το 2000)Νησιωτικό κράτος της ανατολικής Ασίας, χωρίς σύνορα στην ξηρά με άλλη χώρα. Βρέχεται στα Β από την… … Dictionary of Greek