Перевод: со всех языков на греческий

с греческого на все языки

πολιτικός

  • 41 политик

    политик
    м ὁ πολιτικός, ὁ πολιτευτής.

    Русско-новогреческий словарь > политик

  • 42 политкаторжанин

    политкаторжанин
    м ист. ὁ πολιτικός κατάδικος (έπί τσαρισμού).

    Русско-новогреческий словарь > политкаторжанин

  • 43 смерть

    смерт||ь
    ж ὁ θάνατος:
    естественная (насильственная) \смерть ὁ φυσικός (ό βίαιος) θάνατος· гражданская \смерть ὁ πολιτικός θάνατος· умереть \смертьью героя πεθαίνω σάν ήρωας· спаса́ть от \смертьи σώζω ἀπό τόν θάνατο· ◊ лагерь \смертьи τό στρατόπεδο τοῦ θανάτου· быть при́ \смертьи πνέω τά λοίσθια, ψυχορραγώ· быть между жизнью и \смертью εἶμαι μεταξύ ζωής κα£ θανάτου· сражаться не на жизнь, а на \смерть μάχομαι μέχρι θανάτου· на слу́чай \смертьи σέ περίπτωση θανάτου· до \смертьи надоело βαρέθηκα φοβερά.

    Русско-новогреческий словарь > смерть

  • 44 стройтель

    стройтел||ь
    м ὁ κτίστης, ὁ οἰκοδόμος, ὁ χτίστης:
    инженер-\стройтель ὁ πολιτικός μηχανικός· \стройтельи коммунизма οἱ οἰκοδόμοι τοῦ κομμουνισμοί).

    Русско-новогреческий словарь > стройтель

  • 45 carpetbagger

    (politician who moves to a place where he/she sees an opportunity to promote his/her career.) πολιτικός τυχοδιώκτης

    English-Greek dictionary > carpetbagger

  • 46 engineer

    1) (a person who designs, makes, or works with, machinery: an electrical engineer.) μηχανικός,μηχανολόγος
    2) ((usually civil engineer) a person who designs, constructs, or maintains roads, railways, bridges, sewers etc.) (πολιτικός)μηχανικός
    3) (an officer who manages a ship's engines.) μηχανικός πλοίου
    4) ((American) an engine-driver.) μηχανοδηγός

    English-Greek dictionary > engineer

  • 47 political

    adjective (of, or concerning, politics: for political reasons; political studies.) πολιτικός

    English-Greek dictionary > political

  • 48 political prisoner

    (a person who has been imprisoned for political reasons and not for any crime.) πολιτικός κρατούμενος

    English-Greek dictionary > political prisoner

  • 49 statesman

    ['stei -]
    noun (a person who plays an important part in the government of a state.) πολιτικός άνδρας,φυσιογνωμία της πολιτικής

    English-Greek dictionary > statesman

  • 50 штатский

    [στάτσκιΐ] εκ. πολιτικός

    Русско-греческий новый словарь > штатский

  • 51 штатский

    [στάτσκιϊ] επ πολιτικός

    Русско-эллинский словарь > штатский

  • 52 авантюризм

    α.
    τυχοδιωκτισμός•

    политический авантюризм πολιτικός τυχοδιωκτισμός.

    Большой русско-греческий словарь > авантюризм

  • 53 близорукий

    επ., βρ: -рук, -а, -о
    1. μύωπας, κοντόφθαλμος•

    очки для -их ματογυάλια για τους μύωπες.

    2. μτφ. μη οξυδερκής, μη διορατικός•

    политик близорукий πολιτικός κοντόφθαλμος.

    Большой русско-греческий словарь > близорукий

  • 54 блокада

    θ.
    1. πολιορκία, αποκλεισμός, μπλοκάρισμα• μπλόκο•

    блокада Ленинграда η πολιορκία του Λένινγκραντ•

    снять -у λύνω την πολιορκία.

    2. μτφ. απομόνωση•

    политическая πολιτικός αποκλεισμός•

    экономическая блокада οικονομικός αποκλεισμός.

    Большой русско-греческий словарь > блокада

  • 55 брак

    α.
    γάμος• παντριά•

    церковный θρησκευτικός γάμος•

    гражданский брак πολιτικός γάμος•

    законный брак νόμιμος γάμος•

    брак по расчету συμφεροντολογικός γάμος•

    неравный брак ανισογαμία•

    фиктивный брак λευκός γάμος•

    вступить в брак παντρεύομαι, έρχομαι σε γάμο•

    состоять в -е είμαι παντρεμένος (έγγαμος)•

    расторгнуть брак διαλύω το γάμο.

    α.
    το σκάρτο, κακοτεχνία (στηνΙ κατασκευή)• παραφασάδα (για ύφασμα).

    Большой русско-греческий словарь > брак

  • 56 бюргерский

    επ.
    αστικός, πολιτικός•

    -ие права τα αστικά δικαιώματα.

    Большой русско-греческий словарь > бюргерский

  • 57 государственный

    επ.
    κρατικός•

    государственный строй το κρατικό σύστημα•

    государственный аппарат ο κρατικός μηχανισμός•

    государственный герб το κρατικό έμβλημα•

    -ая граница κρατικά σύνορα•

    государственный язык η επίσημη γλώσσα του κράτους•

    государственный преступник εγκληματίας κατά του κράτους•

    -ая таина κρατικό μυστικό•

    -бюджет κρατικός προύπολογισμός•

    -ые учреждения κρατικά ιδρύματα•

    государственный человек ή деятель κρατικός παράγοντας•

    государственный заем κρατικό δάνειο (λαμβανόμενο)•

    государственный ум κρατικός νους, πολιτικός άντρας.

    || δημόσιος•

    -ые служащие δημόσιοι υπάλληλοι.

    εκφρ.
    - ое право – κρατικό δίκαιο•
    - ые экзамены – πτυχιακές εξετάσεις.

    Большой русско-греческий словарь > государственный

  • 58 градостроитель

    α.
    πολιτικός μηχανικός.

    Большой русско-греческий словарь > градостроитель

  • 59 инженер

    α.
    μηχανικός, μηχανολόγος• инженер-электрик μηχανικός-ηλεκτρολόγος• инженер-строитель πολιτικός μηχανικός•

    военный инженер στρατιωτικός μηχανικός.

    Большой русско-греческий словарь > инженер

  • 60 карта

    θ.
    1. χάρτης•

    географическая γεωγραφικός χάρτης•

    этнографическая карта εθνογραφικός χάρτης•

    политическая карта мира παγκόσμιος πολιτικός χάρτης•

    карта земных полушарий χάρτης των δύο ημισφαιρίων•

    морская карта ναυτικός χάρτης.

    2. παλ. κατάλογος φαγητών.
    3. παλ. καρτ-ποστάλ.
    4. χαρτί, παιγνιόχαρτο, τραπουλόχαρτο•

    сдавать -ы μοιράζω (κάνω) χαρτιά•

    играть в карты παίζω χαρτιά•

    простая карта απλό χαρτί (όχι φιγούρα)•

    гадать по –ам Χαρτοσκοπώ, ρίχνω τα χαρτιά•

    ему везёт в -ы είναι τυχερός στα χαρτιά.

    εκφρ.
    последняя – το τελευταίο χαρτί (τελευταία προσπάθεια ή δυνατότητα)•
    карта бита ή убита – χρεοκόπησε, απότυχε οικτρά (σχέδιο, σκοπός κ.τ.τ.)• раскрыть ή открыть -ы παίζω με ανοιχτά χαρτιά (δεν κρύβω τίποτε)•
    смешать ή спутать чьи -ы – χαλνώ τα σχέδια κάποιου•
    ставить жизнь на -у – παίζω τη ζωή κορόνα-γράμματα•
    он всё поставил на -у – αυτός τά παίξε όλα για όλα•
    стоять на -е – υπόκειμαι σε μεγάλο κίνδυνο.

    Большой русско-греческий словарь > карта

См. также в других словарях:

  • πολιτικός — ή, ό / πολιτικός, ή, όν, ΝΜΑ [πολίτης] 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται ή αρμόζει στον πολίτη (α. «πολιτικά δικαιώματα» τα δικαιώματα που συνίστανται στη συμμετοχή τού πολίτη στην άσκηση τής κρατικής εξουσίας και τα οποία είναι: το δικαίωμα τού… …   Dictionary of Greek

  • πολίτικος — η, ο, θηλ. και ια, Ν [Πόλη] 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην Κωνσταντινούπολη ή αυτός που προέρχεται από την Κωνσταντινούπολη («πολίτικος χαλβάς») 2. το θηλ. ως ουσ. η πολίτικη κοινή ονομασία μιας ποικιλίας τού φυτού που είναι γνωστό με τη… …   Dictionary of Greek

  • πολιτικός — ή, ό 1. αυτός που ανήκει, αναφέρεται, αρμόζει στην πολιτική: Πολιτικά κόμματα. 2. αυτός που αναφέρεται στον πολίτη: Πολιτικές ελευθερίες. 3. αυτός που αναφέρεται στην πολιτεία: Πολιτικός γάμος. 4. επιτήδειος: Πολιτικότατη απάντηση …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • πολιτικός — πολῑτικός , πολιτικός of masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πολίτικος — η, ο από την Κωνσταντινούπολη …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • πολιτικός γάμος — Γάμος που τελείται μπροστά στα αρμόδια όργανα της κρατικής εξουσίας. Σε ορισμένες χώρες είναι υποχρεωτικός, ενώ σε άλλες είναι ισόκυρος προς τον θρησκευτικό, οπότε οι ενδιαφερόμενοι μπορούν να τελέσουν όποιον από τους δύο θέλουν ή και τους δύο.… …   Dictionary of Greek

  • Σκουλούδης, Στέφανος — Πολιτικός (Κωνσταντινούπολη 1838 Αθήνα 1928). Καταγόταν από γνωστή κρητική οικογένεια. Σπούδασε ιατρική στο πανεπιστήμιο της Αθήνας, αλλά όταν ξαναγύρισε στην Κωνσταντινούπολη, μετά την αποφοίτηση του, ασχολήθηκε με το εμπόριο. Μαζί με τον Ανδρέα …   Dictionary of Greek

  • Στάης, Σπυρίδων — Πολιτικός (1859 1932). Καταγόταν από τα Κύθηρα και σπούδασε φυσικομαθηματικά στο πανεπιστήμιο της Αθήνας. Αρχικά υπηρέτησε ως καθηγητής σε διάφορα γυμνάσια της χώρας αλλ’ από το 1892 ασχολήθηκε με την πολιτική. Εκλέχτηκε βουλευτής Κυθήρων και με… …   Dictionary of Greek

  • φίλιστος — Πολιτικός και ιστορικός από τις Συρακούσες, λίγο μεγαλύτερος στην ηλικία από τον συγγενή του Διονύσιο τον Πρεσβύτερο, τον οποίο βοήθησε να καταλάβει την αρχή. Διετέλεσε πρώτος υπουργός και στρατιωτικός διοικητής του, αλλά μετά έπεσε στη δυσμένειά …   Dictionary of Greek

  • Δεληγιάννης, Θεόδωρος — Πολιτικός. Βλ. λ. Δηλιγιάννης, Θεόδωρος …   Dictionary of Greek

  • Σιάντος, Γεώργιος — Πολιτικός (1890 1947). Προσχώρησε νωρίς στο σοσιαλιστικό κίνημα. Διετέλεσε στέλεχος του καπνεργατικού συνδικαλιστικού κινήματος. Φυλακίστηκε πολλές φορές για την πολιτική του δραστηριότητα. Το 1942 νοσηλευόταν σαν κρατούμενος στη μονή της Πέτρας… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»