-
1 πολισσονομος
См. также в других словарях:
πολισσονόμος — ον, Α 1. αυτός που κυβερνά πόλη 2. φρ. «πολισσονόμος βιοτά» ο πολιτικός και κοινωνικός βίος (Αισχύλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. είναι συνθ. < πόλις + νόμος*. Η μορφή τού α συνθετικού πολισσο (πρβλ. πολισσ ούχος) είναι πιθ. αναλογική προς το συνθ.… … Dictionary of Greek
πολισσούχος — ον, ΜΑ μσν. πολίτης αρχ. 1. πολιούχος («ὦ Ζεῦ τε καὶ Γῆ καὶ πολισσοῦχοι θεοί», Αισχύλ.) 2. αυτός που κατοικεί σε πόλη. [ΕΤΥΜΟΛ. Ο δυσερμήνευτος τ. πολισσοῦχος είναι πιθ. ποιητ. αντί τού πολιοῦχος και έχει σχηματιστεί πιθ. αναλογικά προς το… … Dictionary of Greek