-
1 πολεμοκλονος
См. также в других словарях:
πυρίκλονος — ον, Α αυτός που ενοχλείται, που ταράζεται από τη φωτιά. [ΕΤΥΜΟΛ. < πυρι (βλ. λ. πυρ) + κλόνος «ταραχή, θόρυβος» (πρβλ. πολεμό κλονος). Η προπαροξυτονία προσδίδει στον τ. παθ. σημ.] … Dictionary of Greek