-
1 πολεμιστής
πολεμιστήςwarrior: masc nom sg -
2 πολεμιστής
πολεμιστής, πτολεμιστής: warrior. (Il. and Od. 24.499.)A Homeric dictionary (Greek-English) (Ελληνικά-Αγγλικά ομηρικό λεξικό) > πολεμιστής
-
3 πολεμιστής
-οῦ ὁ N 1 8-24-11-0-9=52 Nm 31,27.28.32.42.49warrior Nm 31,27; id. (mostly used in opp. to another subst.) Nm 31,28 Cf. DORIVAL 1994, 59 -
4 πολεμιστής
A warrior, ib.5.602, al., Pi.N.4.27, etc.: freq. in later Prose, LXXDe.2.14, Str.11.2.4, J. BJ6.2.5, Gal.14.283.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > πολεμιστής
-
5 πολεμιστής
warriorΕλληνικά-Αγγλικά νέο λεξικό (Greek-English new dictionary) > πολεμιστής
-
6 πολεμισταί
πολεμιστήςwarrior: masc nom /voc pl -
7 πολεμιστέα
πολεμιστήςwarrior: masc acc sg (epic ionic) -
8 πολεμιστήν
πολεμιστήςwarrior: masc acc sg (attic epic ionic) -
9 πολεμιστά
πολεμιστά̱, πολεμιστήςwarrior: masc nom /voc /acc dualπολεμιστήςwarrior: masc voc sgπολεμιστήςwarrior: masc nom sg (epic) -
10 πολεμιστάν
πολεμιστά̱ν, πολεμιστήςwarrior: masc acc sg (epic doric aeolic)πολεμιστήςwarrior: masc acc sg -
11 πολεμιστάς
πολεμιστά̱ς, πολεμιστήςwarrior: masc acc plπολεμιστά̱ς, πολεμιστήςwarrior: masc nom sg (epic doric aeolic) -
12 πολεμιστά
-
13 πολεμιστᾷ
-
14 πολεμιστή
-
15 πολεμιστῇ
-
16 πολεμιστήι
-
17 πολεμιστῆι
-
18 πολεμισταίς
-
19 πολεμισταῖς
-
20 πολεμιστού
- 1
- 2
См. также в других словарях:
πολεμιστής — warrior masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πολεμιστής — ο, ΝΜΑ, επικ. τ. πτολεμιστής, Α, θηλ. πολεμίστρια, ΝΑ, θηλ. πτολεμιστρίς, ίδος, Μ [πολεμίζω] αυτός που μετέχει στον πόλεμο, αυτός που πολεμά, ο μαχητής αρχ. φρ. «πολεμιστὴς ἵππος» i) πολεμικός ίππος ii) πιθ. ίππος ιπποδρομικών αγώνων … Dictionary of Greek
πολεμιστής — ο θηλ. ίστρια αυτός που παίρνει μέρος στον πόλεμο, ο στρατιώτης, ο μαχητής: Παλιοί πολεμιστές … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
πολεμισταῖς — πολεμιστής warrior masc dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πολεμισταί — πολεμιστής warrior masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πολεμιστοῦ — πολεμιστής warrior masc gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πολεμιστᾷ — πολεμιστής warrior masc dat sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πολεμιστῇ — πολεμιστής warrior masc dat sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πολεμιστέα — πολεμιστής warrior masc acc sg (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πολεμιστήν — πολεμιστής warrior masc acc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πολεμιστῶν — πολεμιστής warrior masc gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)