Перевод: со всех языков на греческий

с греческого на все языки

πολέμου

  • 41 инвалид

    α.
    ανάπηρος, σακάτης — войны, ανάπηρος πολέμου.

    Большой русско-греческий словарь > инвалид

  • 42 коммунизм

    α.
    κομμουνισμός•

    первобытный коммунизм πρωτόγονος κομμουνισμός•

    военный κομμουνισμός σε καιρό πολέμου•

    научный коммунизм επιστημονικός κομμουνισμός.

    Большой русско-греческий словарь > коммунизм

  • 43 молох

    α.,Μολώχ, σύμβολο πολλών θυμάτων•

    молох войны о Μολώχ του πολέμου.

    α.
    μολώχ, είδος σαύρας.

    Большой русско-греческий словарь > молох

  • 44 наймит

    α.
    1. (διαλκ.) εργάτης μισθωτός.
    2. μισθοφόρος•

    -ы поджигателей войны οι μισθοφόροι των εμπρηστών του πολέμου.

    Большой русско-греческий словарь > наймит

  • 45 объявление

    ουδ.
    1. ανακοίνωση, γνωστοποίηση• δήλωση. || έκφραση. || φανέρωση, αποκάλυψη ένδειξη.
    2. (αν)αγγελια.
    3. κήρυξη•

    -войны κήρυξη πολέμου.

    || προκήρυξη•

    объявление конкурса προκήρυξη διαγωνισμού.

    || διακήρυξη, διαγόρευση.

    Большой русско-греческий словарь > объявление

  • 46 очаг

    α.
    1. εστία, τζάκι, γωνιά. || μτφ. οικογένεια• οίκος, σπίτι πατρικό.
    (τεχ.) εστία (μέρος όπου γίνεται η καύση).
    2. μτφ. κέντρο, πηγή•

    очаг заразы εστία μόλυνσης•

    войны εστία πολέμου.

    Большой русско-греческий словарь > очаг

  • 47 повод

    -а, προθτ. о -е, в -у, πλθ. поводья
    -ьев α. χαλινό, -άρι, ηνίον•

    опустить -дья (κυρλξ. κ. μτφ.) αφήνω,χαλαρώνω τα χα-λινά.

    επίρ. быть на -у у кого είμαι υποχείριο ή πειθήνειο όργανο κάποιου.
    -а, πλθ. поводы α. αφορμή, αρχικό αίτιο πηγή, ρίζα•

    повод ссора αφορμή έριδας•

    -к войн αφορμή πολέμου•

    дать повод (κυρλξ. κ. μτφ.) δίνω αφορμή•

    по -у απ αφορμή•

    без всякого -а χωρίς καμιά αφορμή•

    по всякому -у για το παραμικρό, για το τίποτε, για του ψύλλου πήδημα.

    Большой русско-греческий словарь > повод

  • 48 поджигатель

    α.
    -ница, -ы θ.
    εμπρηστής, πυρπολητής μπουρλοτιέρης. || μτφ. υποκινητής, συνδαυλιστής (παθών, αισθημάτων κ.τ.τ.) -ли войны εμπρηστές του πολέμου.

    Большой русско-греческий словарь > поджигатель

  • 49 подстрекатель

    α.
    -ница, -ы θ.
    υποκινητής, -ήτρια, παρακινητής•

    передать суду -ей παραδίνω (παραπέμπω) στο δικαστήριο τους υποκινητές•

    -и войны υποκινητές του πολέμου.

    Большой русско-греческий словарь > подстрекатель

  • 50 пожар

    α.
    πυρκαγιά, φωτιά•

    тушить пожар σβήνω την πυρκαγιά•

    пожар войны φωτιά του πολέμου•

    пожар революции φωτιά της επανάστασης.

    εκφρ.
    как на пожар (бежать, спешить) – ταχύτατα, ολοταχώς (σα να πρόκειται για σβήσιμο της πυρκαγιάς)•
    не на пожар – (απλ.) δεν υπάρχει λόγος να βιαστώ (δεν είναι πυρκαγιά για να βιαστώ).

    Большой русско-греческий словарь > пожар

  • 51 пособник

    α.
    -ца, -ы θ.
    συνεργός, συνένοχος, συμμέτοχος•

    -и поджигателей войны συνεργάτες των εμπρηστών του πολέμου.

    Большой русско-греческий словарь > пособник

  • 52 предотвращение

    ουδ.
    αποτροπή, αποσόβηση πρόληψη•

    предотвращение новой войны αποτροπή νέου πολέμου.

    Большой русско-греческий словарь > предотвращение

  • 53 преступник

    α.
    -ца, -ы θ.
    εγκληματίας•

    преступник военный преступник εγκληματίας πολέμου•

    уголовный преступник κοινός εγκληματίας.

    Большой русско-греческий словарь > преступник

  • 54 причина

    θ.
    αιτία αίτιο λόγος• το γιατί•

    простуда была -ой его болезни το κρυολόγημα ήταν αιτία της αρρώστειας του•

    причина войны αιτία πολέμου•

    расследовать -у пожара ερευνώ την αιτία της τίυρκαγιάς•

    смеяться без -ы γελώ χωρίς να υπάρχει λόγος•

    причина всех -ин η αρχική αιτία, γενεσιουργή αιτία, το αρχικό αίτιο•

    по какой -е вы это сделали για ποιο λόγο το κάνατε αυτό•

    по той -е, что... για το λόγο ότι•

    скажи мне по какой -е πες μου το γιατί•

    неосновательная причина αβάσιμη αιτία•

    по той или иной -е για τον άλφα ή βήτα λόγο•

    уважительная причина σοβαρός λόγος•

    без -ы αναίτια•

    по -е παλ. ένεκα τούτου.

    Большой русско-греческий словарь > причина

  • 55 провокатор

    α.
    προβοκάτορας. || υποκινητής•

    -ы войны οι υποκινητές του πολέμου.

    Большой русско-греческий словарь > провокатор

  • 56 провокация

    θ.
    προβοκάτσια•

    открытая провокация войны ανοιχτή προβοκάτσια πολέμου.

    || πρόκληση•

    провокация приступа малярии πρόκληση παροξυσμού ελονοσίας.

    Большой русско-греческий словарь > провокация

  • 57 угроза

    θ.
    1. απειλή, φοβέρισμα, φοβέρα, φόβισμα•

    действовать -ами δρω (ενεργώ) με απειλές•

    делать -ы απειλώ, φοβερίζω•

    пустая — κούφια φοβέρα, κενή απειλή, άσφαιρη απειλή.

    2. επικείμενος κίνδυνος, φάσμα-- войны απειλή πολέμου•

    страшная угроза τρόμος, τρομάρα.

    Большой русско-греческий словарь > угроза

  • 58 ужас

    α.
    1. φόβος, τρόμος, τρομάρα,φρίκη•

    внушать ужас εμπνέω φόβο•

    сотрогаться от -а τρέμω (ριγώ) από το φόβο•

    какой -! τι φρίκη!•

    привести (приводить) в — καταφοβίζω, καταπτοώ• τρομάζω•

    его объял (охватил) τον κυρίευσε φόβος και τρόμος.

    || φρικαλεότητα•

    -ы войны οι φρ ικαλεότητες του πολέμου•

    рассказывать -ы διηγούμαι φρικαλεότητες.

    2. ως κατηγ, είναι καταπληκτικά, εξαιρετικά•

    ужас как вкусно είναι κατανόστιμος, γευ-στότατος.

    3. επίρ. άκρως, πάρα πολύ, υπέρμετρα, υπερβολικά, φοβερά•

    ужас далеко πάρα πολύ μακριά•

    ужас плохо πάρα πολύ άσχημα•

    ужас хорошо κάλλιστα, άριστα, περίλαμπρα, περίφημα•

    он ужас милый человек είναι υπέρχαριτωμένος άνθρωπος•

    ужас как холодно κρύο-φρίκη.

    εκφρ.
    до -а – άκρως κλπ. επίρ. βλ. 3 σημ.• ужас что такое βλ. 2 σημ.

    Большой русско-греческий словарь > ужас

  • 59 эпопея

    θ.
    εποποιία, επικό ποίημα•эпопеяи гомера οι εποποιίες του Ομήρου. || μεγάλο λογοτεχνικό έργο. || μεγάλα γεγονότα•

    эпопея гражданской войны η εποποιία του εμφυλίου πολέμου.

    Большой русско-греческий словарь > эпопея

  • 60 Continuance

    subs.
    Succession: P. and V. διαδοχή, ἡ.
    Perseverance: P. καρτερία, ἡ.
    Through the continuance of the war: P. χρονισθέντος πολέμου (gen. absol.).

    Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Continuance

См. также в других словарях:

  • πολεμοῦ — πολεμέω to be at war pres imperat mp 2nd sg (attic) πολεμόω make hostile pres imperat mp 2nd sg πολεμόω make hostile imperf ind mp 2nd sg (homeric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πολέμου — πόλεμος war masc gen sg πολεμόω make hostile pres imperat act 2nd sg πολεμόω make hostile imperf ind act 3rd sg (homeric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Ἐκ πολέμου μὲν γαρ εἰρήνη μᾶλλον βεβαιοῦται. — ἐκ πολέμου μὲν γαρ εἰρήνη μᾶλλον βεβαιοῦται. См. Хочешь покою, готовься к бою …   Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)

  • Τὰ νεῦρα του πολέμου. — См. Кто силен да богат, тому хорошо воевать …   Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)

  • Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής — Επίσημη ονομασία: Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής Συντομευμένη ονομασία: ΗΠΑ (USA) Έκταση: 9.629.091 τ. χλμ Πληθυσμός: 278.058.881 κάτ. (2001) Πρωτεύουσα: Ουάσινγκτον (6.068.996 κάτ. το 2002)Κράτος της Βόρειας Αμερικής. Συνορεύει στα Β με τον… …   Dictionary of Greek

  • Παγκόσμιοι πόλεμοι — Οι δύο πόλεμοι, ο A» Παγκόσμιος πόλεμος (1914 18) και ο B» Παγκόσμιος πόλεμος (1939 45), στους οποίους συμμετείχαν οι κυριότερες δυνάμεις του κόσμου. Α’ Παγκοσμιος πόλεμος. Ποτέ, στην υπερχιλιετή ιστορία της, η Ευρώπη δεν έφτασε σε τόσο υψηλό… …   Dictionary of Greek

  • Γερμανία — Επίσημη ονομασία: Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας Προηγούμενη ονομασία (1948 90): Γερμανική Ομοσπονδιακή Δημοκρατία (ή Δυτική Γερμανία) & Γερμανική Λαϊκή Δημοκρατία) Έκταση: 357.021 τ.χλμ Πληθυσμός: 82.440.309 κάτ. (2000) Πρωτεύουσα:… …   Dictionary of Greek

  • Ιαπωνία — Επίσημη ονομασία: Αυτοκρατορία της Ιαπωνίας Έκταση: 377.835 τ. χλμ. Πληθυσμός: 126.771.662 (2001) Πρωτεύουσα: Τόκιο (8.130.408 κάτ. το 2000)Νησιωτικό κράτος της ανατολικής Ασίας, χωρίς σύνορα στην ξηρά με άλλη χώρα. Βρέχεται στα Β από την… …   Dictionary of Greek

  • Βιετνάμ — Κράτος της νοτιοανατολικής Ασίας.Συνορεύει Β με την Κίνα, Δ με την Καμπότζη και το Λάος, ενώ Α και Ν βρέχεται από τη Νότια Θάλασσα της Κίνας, και πιο συγκεκριμένα από τον Κόλπο του Τονκίν ΒΑ, τον Κόλπο της Ταϊλάνδης ΝΔ και στην υπόλοιπη… …   Dictionary of Greek

  • κίνα — Επίσημη ονομασία: Λαϊκή Δημοκρατία της Κίνας Έκταση: 9.596.960 τ. χλμ. Πληθυσμός: 1.284.303.705 κάτ. (2002) Πρωτεύουσα: Πεκίνο ή Μπεϊτζίνγκ (6.619.000 κάτ. το 2003)Κράτος της ανατολικής Ασίας. Συνορεύει στα Β με τη Μογγολία και τη Ρωσία, στα ΒΑ… …   Dictionary of Greek

  • Ρωσία — H Pωσική Oμοσπονδία αποτελεί το μεγαλύτερο σε έκταση κράτος της γης. Tα σύνορά της ξεκινούν από την Eυρώπη, καλύπτουν όλη την Aσία και φτάνουν στην Άπω Aνατολή. Bόρεια και ανατολικά βρέχεται από τον Aρκτικό και τον Eιρηνικό Ωκεανό και στα δυτικά… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»